Η διαδρομή ήταν η εξής: Google.com, εύρεση «μπιλιαρδάδικα στην Αθήνα», έλεγχος αποτελεσμάτων και μετά βουρ για μάθημα. «Πού βρίσκεται αυτό το μπιλιαρδάδικο;» ρωτάω την παρέα, «και ποια είναι η πλατεία Αμερικής;». «Θα σε πάμε εμείς αργότερα» μου λένε. Έτσι ύστερα από Ιστορία Τέχνης και Αισθητική Κινηματογράφου διασχίζουμε την Πατησίων από Σχολή Σταυράκου με προορισμό το θρυλικό μπιλιαρδάδικο Roi Mat.
Εκεί, στον πεζόδρομο της οδού Λευκωσίας, δεκατρία σκαλοπάτια κάτω από το έδαφος, ανάμεσα στα τραπέζια με τη γαλάζια τσόχα, στα πράσινα φώτα, στους θαμώνες, στα περιβόητα καυτερά σφηνάκια, στην μπλουζ και στους ήχους της κάθε στεκιάς, κάτι άρχισε να γεννιέται. Μια σπίθα. Χωρίς να το ξέρω στεκόμουν ο ίδιος στις σελίδες του επόμενου μου έργου.
Φυσικά μέχρι να φτάσουμε στο Ρουά ματ έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια. Θα έλεγα πως ήταν μια ιστορία που κουβαλούσα πολύ καιρό πριν ακόμη τη γράψω. Ωραίος ο κόσμος και η αισθητική, αλλά αυτά δεν αποτελούν ιστορία. Άρχισα να παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Θαμώνες και μη. Φίλους και μη. Πώς συμπεριφέρονται, πώς μιλάνε, πώς μιλάνε στους έτσι, πώς μιλάνε στους αλλιώς. Τα παιχνίδια, τις κόντρες, τα πειράγματα, τις συζητήσεις, τα μεθύσια, τον ανταγωνισμό, τους έρωτες, τους καβγάδες και τις συμφιλιώσεις.
Αυτός ο περίπλοκος ιστός των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, η ακατέργαστη ουσία της γλώσσας, ο παλλόμενος ρυθμός της ζωής αποτελούν τα καλύτερα συστατικά για δημιουργία. Ακόμη όμως δεν είχα την ιστορία. Όσο κι αν έψαχνα, όσο κι αν προσπαθούσα, η οποιαδήποτε προσπάθεια σύνθεσης μιας πλοκής έμοιαζε ελλιπής.