Η περιοχή ως θέμα με απασχολούσε από τότε που γεννήθηκα. Λογικό, αφού η οικογένειά μου έμενε λίγα μέτρα από τον λεγόμενο «συνοικισμό», ό,τι είχε απομείνει από το Δουργούτι τη δεκαετία του ’80 στον Νέο Κόσμο. Τον Νέο Κόσμο που περιλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της κεντρονότιας Αθήνας με διαφορετικές ανθρωπογεωγραφικές ποιότητες στις επιμέρους γειτονιές και σύνορά του.
Μαζί με τα βιώματα που αργά αλλά σταθερά αποκτούσα αντιλαμβανόμουν έστω υποσυνείδητα κάποια από τα χαρακτηριστικά της περιοχής. Την ανέχεια, τη «μαγκιά», την παραβατικότητα αλλά και τον παραγκωνισμό της, γεγονός που με στενοχωρούσε από παιδί.
Επίσης μέσα από τις διηγήσεις μάθαινα την πολύ ιδιαίτερη ιστορία αυτού του μέρους. Τις σχέσεις με τους Αρμένιους πρόσφυγες που ουσιαστικά έχτισαν το Δουργούτι από το μηδέν. Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Τα τραγικά γεγονότα του Μπλόκου. Το περίφημο «θάνατος στην παράγκα» του γέρου Παπανδρέου. Την ανοικοδόμηση. Τις λεπτομέρειες για τα αθλητικά. Τα «διάσημα» μαγαζιά.
Όλα όσα συνθέτουν αυτή την «κάσμπα της αμαρτίας», όπως είπε ο πατέρας μου σε ένα συμπληρωματικό γύρισμα για το ντοκιμαντέρ. Είναι μια ατάκα που δεν εντάξαμε στο τελικό cut με τον Χρόνη Θεοχάρη, τον μοντέρ που ολοκλήρωσε την ταινία.
Αντ’ αυτού βάλαμε ένα πλάνο του πατέρα μου να βγαίνει από το κάδρο περπατώντας «δεξιά κάμερας» με τσαχπίνικο βλέμμα στον φακό. Προφητικό. Αν σκεφτεί κανείς ότι λίγους μήνες μετά έφυγε από τη ζωή, αφού πρώτα ευτυχώς είχε προλάβει να δει την ταινία.
Για να φτάσουμε στο σήμερα με τα αποτελέσματα του «εξευγενισμού», της βραχυχρόνιας μίσθωσης και των ιδρυμάτων πολιτισμού που λυμαίνονται την περιοχή και τα ακίνητά της, να τα βιώνουμε όλοι καθημερινά. Και δεν χρειάζεται καμία ανάμνηση ούτε και έρευνα (όπως αυτή που έκανα για το ντοκιμαντέρ με τον Τάκη Κατσαμπάνη και τον Μελέτη Ζαχαράκη) για να καταλάβουμε την επίδρασή τους.