Κυριακή βράδυ. Εθνικό Θέατρο, Φουέντε Οβεχούνα, τελευταία παράσταση. Η Λώξη με το μεγάλο σακίδιό της στην πλάτη διασχίζει τη σκηνή και αποχωρίζεται συναδέλφους και τεχνικούς. Με πολλές αγκαλιές και τη σιγουριά ότι θα ανταμώσουν σύντομα.
Στην έξοδο την περιμένει η μαμά της, η Ελένη. Αύριο μαζεύουν τα τελευταία τους αντικείμενα και ξεκινούν για την επιστροφή στο σπίτι. Κάπου εδώ τελειώνει το ταξίδι τους στην πρωτεύουσα. Τις ακολουθούμε κι εμείς με την κάμερα, με την αίσθηση ότι κάπου εδώ τελειώνει και το ταξίδι της ταινίας μας. Καληνύχτες και φιλιά για καλή αντάμωση.
Το μεσημέρι της Δευτέρας όμως όλα αρχίζουν σιγά σιγά να νεκρώνουν. Τα σχολεία κλείνουν πρόωρα και οι εργαζόμενοι γυρίζουν από τις δουλειές για να προλάβουν τα χειρότερα που έρχονται. Η κακοκαιρία Ελπίδα έρχεται.
Η οικογένεια της ταινίας μας δεν μπορεί να βγει στον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη με αυτές τις συνθήκες. Παραμένει στην Αθήνα άλλη μια μέρα. Για εμάς ήταν μια μέρα ακόμη διαθέσιμη για γύρισμα. Κλείσαμε το τηλέφωνο και ξεκινήσαμε για το σπίτι τους.
Οι δρόμοι πεντακάθαροι. Μόλις φτάσαμε στα Τουρκοβούνια το χιόνι είχε ξεκινήσει να πέφτει και να ασπρίζει τα πάντα. Σταματήσαμε για λίγο σε ένα ύψωμα. Μάλλον παρορμητικά για τα πρώτα «τουριστικά» πλάνα. Βγάλαμε και σέλφι για να το θυμόμαστε. Όταν βγήκαμε στον δρόμο ξανά το τοπίο είχε αλλάξει άρδην. Οι δρόμοι κάτασπροι και γλιστεροί. Οι αλυσίδες μας παλιές και σκουριασμένες από την αχρησία δεν θα μας πήγαιναν πουθενά.
Το χιόνι πύκνωνε για τα καλά. Φτάσαμε στο σπίτι της Λωξάνδρας ύστερα από αρκετό περπάτημα στο χιονισμένο τοπίο. Η Ελένη μας έφτιαξε τσάι. Μάλλον κατάλαβε ότι το χρειαζόμασταν για να συνέλθουμε. Ο φακός της κάμερας είχε πάρει μια παράξενη θολούρα από το κρύο, οπότε καθίσαμε και χαζέψαμε τις φωτογραφίες του συναδέλφου της Λωξάνδρας, του Τάσου, από τα παρασκήνια.