Της άρεσε πολύ να ανοίγει το κουτί με τις φωτογραφίες. Οι περισσότερες εξάλλου ήταν δικές της. Από τότε που γεννήθηκε ο φακός στην οικογένεια στρεφόταν διαρκώς στην ίδια. Συνήθως αυτάρεσκα αλλά πάντα χαριτωμένα του χάριζε τα χαμόγελά της με λιγότερα ή περισσότερα δοντάκια, ανάλογα με τη χρονική περίοδο. Στη βάφτιση, στα γενέθλια, στο πάρκο, στη θάλασσα. Έτυχε να είναι στον σωρό και μια φωτογραφία δική μας, χρόνια πριν προκύψει η σχέση, ο γάμος, η οικογένεια.
Ήταν για χρόνια αφημένη στο συρτάρι του γραφείου του. Η συνάδελφός του, στης οποίας τον γάμο τραβήχτηκε, του είχε φέρει τη φωτογραφία από τότε. Στο ενσταντανέ, νεότεροι και οι δυο μας, πιο όμορφοι και λαμπεροί, ανάμεσα σε φίλους, συνομιλούμε ξεδιψώντας με αλκοόλ τον διάχυτο μεταξύ μας ερωτισμό. Για χρόνια κρυμμένη σε ένα συρτάρι γραφείου, η φωτογραφία αποκαλύφτηκε όταν πια ζούσαμε κάτω από την ίδια στέγη. Έτσι μετακόμισε και αυτή, η φωτογραφία, σε ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον μαζί με άλλες παρόμοιές της.
Για πρώτη φορά η μικρή ξεχώριζε μια φωτογραφία που δεν επανατοποθετούσε στη θέση της. Δεν μας έδειξε ποια διάλεξε. Μας είπε μόνο ότι παίρνει μια φωτογραφία και θα την έχει στο δωμάτιό της. Δεν είχαμε αντίρρηση.
Μέρες αργότερα, αδειάζοντας τον κάδο του πλυντηρίου από τα παιδικά σεντόνια και λίγο πριν οδηγηθούν στο αδίστακτο φως του ήλιου να στολίσουν με ροζ φραουλένιες υπάρξεις την πρόσοψη του μπαλκονιού μας, ένα ορθογώνιου σχήματος φωτογραφικό χαρτί πέφτει από τη φραουλένια μαξιλαροθήκη. Ώστε εκεί την είχε βάλει; Προσκέφαλο στα όνειρά της; Κι ήρθε τώρα μια νοικοκυρίστικη απαίτηση να ρημάξει την τρυφερότητα…
Μα ποια φωτογραφία είχε διαλέξει; Τώρα μόνο το φωτογραφικό χαρτί είχε μείνει. Όλα έσβησαν στον βωμό του απορρυπαντικού. Ας ήταν κάποια που να υπάρχει στο ψηφιακό αρχείο, αν και δύσκολο. Οι περισσότερες εκτυπωμένες ήταν όσες μας έδιναν άλλοι. Οι δικές μας συνήθως τεμπέλιαζαν στα ψυχρά αρχεία του υπολογιστή.