Το βράδυ της 17ης του Νοέμβρη του 1973 πέθανε ο πατέρας μου. Ήταν 41 χρόνων. Δεν ήταν κάποιος από τους εξεγερμένους – ένας εργάτης ήταν που έλιωσε από τον καρκίνο που του έδωσε η Πειραϊκή Πατραϊκή. Ήμουν πέντε χρόνων.
Τα μετέπειτα χρόνια η μάνα μας –ίσως επειδή ο θάνατος του πατέρα συνέπεσε με την εξέγερση– μας πήγαινε πάντα τις ημέρες της μνήμης στο παράρτημα της Πάτρας όπου παρακολουθούσαμε όλες τις εκδηλώσεις. Κάθε μέρα εκεί μέχρι που τελείωναν με το προσκλητήριο νεκρών.
Η μάνα μου πάντα να κλαίει στο άκουσμα των ονομάτων. Ίσως κάπου μέσα της άκουγε και το όνομα του άντρα της. Εγώ να παρατηρώ με περιέργεια και με ένα συναίσθημα ότι κάτι σοβαρό γίνεται εκεί κάθε χρόνο – δεν έπρεπε ούτε να θέλω να φύγω ούτε να βαριέμαι.
Άλλωστε μου άρεσε όλο αυτό το κλίμα. Οι τόσοι άνθρωποι μαζεμένοι, τα κόκκινα λάβαρα σαν το αίμα, οι φωτογραφίες από την εξέγερση. Εντάξει τα τραγούδια τα βαριόμουν· πόσο Θεοδωράκη και Φαραντούρη να αντέξει ένα μικρό παιδί;
Μεγαλώνοντας δεν χρειαζόταν να καταλάβω τίποτε, τα γνώριζα ήδη πολύ καλά. Ήξερα ότι οι χουντικοί έκαναν δολοφονίες, έκαναν βασανιστήρια, είχαν τσακίσει κόσμο και μυαλά. Είχα αναπτύξει μίσος γι’ αυτούς και οτιδήποτε ακούμπαγε στην εθνικοφροσύνη. Θεωρούσα ότι η λέξη χούντα αποτύπωνε το πρόσωπο του απόλυτου κακού.
Στην εφηβεία μου με το punk, το διάβασμα αναρχικών κειμένων κ.λπ. είχα αρχίσει πια να διαμορφώνομαι πολιτικά. Υπήρχε κάτι όμως που δεν με έκανε να θεωρώ ολότελα δική μου τη συγκεκριμένη εξέγερση – ήταν απλώς μια μέρα μνήμης.