Στις 16 του Νοέμβρη ήμασταν ήδη για τρίτη μέρα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Είχαμε πάει δυο μέρες πριν από τη Νομική –όπου συνεδριάζαμε οι φοιτητές της Φυσικομαθηματικής και της Νομικής– με διαδήλωση μέσω της Σόλωνος.
Απέξω έχουν μαζευτεί χιλιάδες φοιτητές/τριες, μαθήτριες/τές και εργαζόμενοι/νες, γενικά λαός. Ξεκινάει κατά το απόγευμα η επίθεση της αστυνομίας. Ο κόσμος δεν διαλύεται. Σχηματίζουμε ομάδες για να τους οργανώνουμε όλους γύρω μας. Από τα μπαλκόνια μας πετάνε χαρτιά για να βάζουμε φωτιές. Πρέπει να απομακρύνουμε το νέφος δακρυγόνων που πετάει η αστυνομία. Οι φωτιές βοηθάνε σε αυτό.
Ο λαός κινείται σε κύματα. Απομακρύνεται όταν κάνει επίθεση η αστυνομία και επανέρχεται όταν φεύγει. Σποραδικά πέφτουν πυροβολισμοί. Πότε πότε ακούγεται ο ήχος ενός πολυβόλου. Όπως λέχθηκε, πρέπει να προερχόταν από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, που ήταν τότε κοντά στην 3ης Σεπτεμβρίου.
Ήμουν μαζί με τη γυναίκα μου τη Μαρία, έναν σύντροφο και παιδικό φίλο μου, τον Γρηγόρη, και τη γυναίκα του, τη Βάσω. Όλοι μας ήμασταν ψύχραιμοι. Οι γυναίκες περισσότερο.
Αργά, μαθαίνουμε ότι τανκ κατεβαίνουν στην Αλεξάνδρας. Η αστυνομία εντείνει τη δράση της. Μιλάμε μεταξύ μας και συμφωνούμε να μπούμε σε μια πολυκατοικία.
Απέναντι από την πύλη του Πολυτεχνείου βρίσκεται ένα σοκάκι, η οδός Πολυτεχνείου. Χτυπάμε τα κουδούνια και μας ανοίγουν. Μπαίνουμε μέσα καμιά 40αριά άτομα. Μας λένε να ανέβουμε στον τρίτο ή τον τέταρτο όροφο – δεν θυμάμαι ακριβώς.
Εκεί μας έχουν ανοιχτή μια πόρτα. Είναι το διαμέρισμα ενός ζευγαριού. Το παιδί τους, φοιτητής, είναι μες στο Πολυτεχνείο. Ακούνε το «Εδώ Πολυτεχνείο». Ο άντρας είναι γιατρός. Μας καλοδέχτηκαν και μας τακτοποίησαν στα δωμάτια.
Κάποιοι βγήκαμε στο μπαλκόνι. Στα 60 με 70 μέτρα βλέπαμε την πύλη του Πολυτεχνείου. Μπρος και πίσω από τα κάγκελα παραταγμένοι πολλοί φοιτητές.
Σε λίγο ακούμε θόρυβο φορτηγών. Εμφανίζονται στο στενό στρατιωτικά ΡΕΟ μεταφοράς προσωπικού. Κατεβαίνουν λοκατζήδες με πλήρη εξάρτυση. Απλώνονται σε όλο το στενό.