Είχα περάσει, έφηβος τότε, έναν χειμώνα στην Αμερική, ύστερα από χρόνια που πέρασαν κατηγορώντας τους γονείς μου που με έφεραν από εκεί εδώ, στην Ελλάδα, ενώ δεν μου άρεσε εδώ.
Μου είπαν, ύστερα από συνεννόηση με τους «Αμερικανούς» θείους, ότι μπορώ να πάω να μείνω μαζί τους, να συνεχίσω εκεί το σχολείο και τις σπουδές μου. Οι θείοι –χρόνια μετανάστες– έκαναν λεφτά. Πλέον ένιωθαν ότι ο κόσμος τούς ανήκε και κανείς δεν τους έλεγε όχι.
Περίεργοι άνθρωποι. Αντί να είναι Ελληνοαμερικανοί των 00s είχαν παραμείνει Έλληνες του ’70. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν μια μέρα μου είπε ο θείος πως ο συνέταιρός του (Έλληνας φυσικά) είχε ένα μεγάλο βάσανο. Η κόρη του είχε δεχτεί πρόταση γάμου. Από έναν «ξένο».
Ήξερα πως δεν θα ωφελούσε να τους πω πως είμαι γκέι, ίσα ίσα κακό σε όλους θα έκανε. Δεν ήμουν άλλωστε έτοιμος για κάτι τέτοιο.
Κρατούσα ημερολόγιο τότε, τα πάντα μέσα και με κάθε λεπτομέρεια. Είχα κι έναν γκόμενο, έγραφα και γι’ αυτόν. Το βρήκαν, το διάβασαν.
Αυτό ήταν. Το δικό μας το παιδί, το δικό μας το σόι; Όχι, δεν έχει τέτοια.
«Μην τον ξαναδείς, άνθρωπος είναι και μπορεί να πάθει κανένα ατύχημα» (εσείς δεν είστε, σκέφτηκα). «Σε παρασύρανε, δεν είσαι εσύ αυτό. Θα φτιάξεις».
Και από τότε παντού με συνοδεία. Μόνος έξω με παρέα δική μου ποτέ. Όταν έμενα μόνος στο σπίτι, κλείδωμα μέσα. Μου πήραν το κινητό, το σταθερό κι αυτό κλειδωμένο. Με άφηναν μόνο να παίρνω τους γονείς μου μια δυο φορές την εβδομάδα και αυτό παρουσία τους. Κατάθλιψη.
Έφυγαν έτσι κάτι μήνες, σχολείο – σπίτι – δουλειά, σαν ρομπότ. Η μόνη φορά στη ζωή μου που έχω πάρει κιλά. Βλέπω φωτογραφίες από τότε και τρομάζω να με αναγνωρίσω. Όχι λόγω κιλών. Τα μάτια. Όλα. Δεν ήμουν εγώ.