Τον Κωσταντή δεν τον γνώρισα. Άκουσα την ιστορία του ένα βράδυ σε μια οικογενειακή συνάντηση. Για κάποιον λόγο τον είχαν θυμηθεί τα ανίψια του. Ένα απ’ αυτά κι ο σύζυγός μου.
Ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειάς του και προτελευταίος από τα έξι παιδιά της. Από μικρός αλλιώτικος, όπως έλεγε ο αδελφός του ο Γιάννης. Όλο με τα κορίτσια και με τις κούκλες έπαιζε. Του άρεσαν πολύ και τα λουλούδια· το χέρι του λες κι ήταν μαγεμένο, ό,τι άγγιζε φούντωνε κι άνθιζε.
Το 1943 ο Κωσταντής ήταν 18. Στο χωριό του στην Αρκαδία πύκνωναν οι επιδρομές των Ταγμάτων Ασφαλείας· ούτω μόνον θα εξουδετερώνετο το επίκεντρον του κομμουνισμού και θα παρέλυον αφ’ εαυτών εν συνεχεία τα νεύρα και οι πλόκαμοι του ΕΑΜ ανά την Πελοπόννησον.
Πέτυχαν τον Κωσταντή έξω απ’ το χωριό και τον ξυλοφόρτωσαν βάναυσα. Σχεδόν μέχρι θανάτου. Γιατί ο πατέρας του, πλανόδιος τσαγκάρης της περιοχής, σόλιαζε, λέει, τα παπούτσια των ανταρτών. Τον βρήκε λιπόθυμο και μισοπεθαμένο η Ποτούλα, μια αγαθή γειτονοπούλα. Πρώτα φώναξε τη μάνα της και τον μετέφεραν στο σπίτι τους. Έπειτα ειδοποίησε την οικογένειά του.
Το φρόνιμο ήταν να τον κρύψουν οι δυο γυναίκες στο σπίτι τους, εκεί που δεν θα τον έψαχναν οι ταγματασφαλίτες. Έτσι ο Κωσταντής έμεινε σχεδόν τρεις μήνες κρυμμένος στο πατερό του σπιτιού της Ποτούλας να δέχεται τις φροντίδες των δυο γυναικών για να ζήσει τελικά.
Όταν ξαναστάθηκε στα πόδια του, είπε στην Ποτούλα «θα σε πάρω, μα πρώτα να βρω δουλειά». «Αυτό είναι το σωστό και το δίκαιο» υπερθεμάτισε και η οικογένεια. Μάλλον όλοι σκέφτονταν πως ο Κωσταντής είχε ανανήψει… γενικώς.