Για επτά συνεχή χρόνια ζούσαμε σε ένα νησί της παραμεθορίου. Ήταν Μάρτης του 2016. Είχαν ανθίσει οι περίφημοι κατακόκκινοι λαλάδες, ο καιρός άνοιγε, οι μυρωδιές της άνοιξης γίνονταν πιο έντονες στο ακριτικό νησί. Ήταν όμορφες οι εξορμήσεις στη φύση μετά το πέρας της εργασίας. Πολλές φορές προτιμούσαμε με τον σύντροφό μου να τρώμε σε ένα υπαίθριο ξύλινο κιόσκι που βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό ύψωμα, αγναντεύοντας τα απέναντι παράλια της Ιωνίας.
Από καιρό τώρα αντιλαμβανόμασταν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ στο νησί. Ο πόλεμος στη Συρία μαινόταν και κάθε μέρα ξεβράζονταν βάρκες με πρόσφυγες όλων των ηλικιών και φύλων. Συνέβησαν τότε πολλά. Άλλα καλά και άλλα άσχημα, όπως είναι και η φύση των ανθρώπων. Άλλοι είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν, άλλοι είδαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν. Αυτή η κατάσταση μου θύμιζε πάντοτε τον στίχο του Νιόνιου «ήρθε η ώρα να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις». Επιλογές…
Πέρα όμως από τους ίδιους τους ξεριζωμένους ανθρώπους, πλήθος ήταν και τα αντικείμενα που βρίσκαμε πεταμένα στις ακτές και που συνήθως τα ’χε ξεβράσει το κύμα. Σωσίβια, μπουφάν, παπούτσια και άλλα προσωπικά αντικείμενα. Θυμάμαι ακόμη πολύ έντονα ένα παιδικό σκουφάκι που βρήκα να επιπλέει στην ακροθαλασσιά την ίδια εποχή. Ένα παιδικό σκουφάκι… Αναστέναζα και ευχόμουν το παιδί να ήταν ζωντανό.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του Μάρτη του 2016 και εκεί που τρώγαμε στο υπαίθριο κιόσκι πάνω στα ξύλινα τραπέζια που ήταν γεμάτα από χαραγμένα και μπογιατισμένα συνθήματα, εντοπίσαμε χαράγματα σε μια αλλότρια γραφή. Γνωρίζαμε πως από αυτό το σημείο πέρασαν τους περασμένους μήνες εκατοντάδες ψυχές προσφύγων από τα απέναντι παράλια. Και συνέχιζαν να περνούν.
Εδώ άλλαξαν τα μουσκεμένα ρούχα τους, εδώ έφαγαν το πρώτο κομμάτι ψωμί στη νέα στεριά. Να κάπου εδώ βλέπαμε να ’χει ποτίσει το ξύλο από τα δάκρυά τους. Τα βλέπαμε, τα αγγίζαμε, τα νιώθαμε.