Τις μέρες των γιορτών που πέρασαν θυμήθηκα το δέμα που κατέφτανε, όταν ήμουν παιδί, στο σπίτι μας κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα από τον θείο της μαμάς μου Κώστα Μπάιλα.
Τυλιγμένα σε κερόκολλα υπήρχαν ένα σωρό πράγματα. Χριστόψωμο, καφές, ζάχαρη, κονσέρβες, οδοντόκρεμες, σοκολάτες για τα παιδιά.
Μάλιστα αντιμετώπιζα με θυμηδία το όλο θέμα λέγοντας:
– Ρε μαμά, ήρθε πάλι η αμερικανική βοήθεια; Τι νομίζει ο θείος Κώστας; Ότι δεν έχουμε να φάμε;
Μεγαλώνοντας κατάλαβα τη μεγαλοψυχία και την αγαθή καρδιά αυτού του ανθρώπου.
Ανάλογα δέματα κατέφταναν σε όλα τα συγγενικά του πρόσωπα ακόμη και σε δύσκολες εποχές για τον ίδιο. Αδελφές, αδελφούς, ανίψια, βαφτιστήρια. Ήταν και πολλοί πανάθεμά τους. Ο θείος Κώστας είχε έντεκα αδέλφια από τα οποία μόνο τα επτά είχαν την τύχη να ενηλικιωθούν. Ανάμεσά τους και ο παππούς μου ο Γιώργος.
Ο θείος Κώστας ήταν άνθρωπος δοτικός, ανοιχτοχέρης, φιλάνθρωπος. Μάλιστα από τη γαλοντομία του τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε πάμφτωχος.
Στο Καρνάγιο της Σύρας είχε την περίφημη μπακαλοταβέρνα Η Αφθονία που την κληρονόμησε από τον πατέρα του Σπύρο. Η ταβέρνα άνοιξε περίπου το 1890 και πέρασε στα χέρια του θείου Κώστα λίγο πριν από τον πόλεμο.
Όποιος περνούσε μπροστά από το μαγαζί του έλεγε: «Έλα μέσα να σε κεράσω ένα κρασί στο τεζιάκι (ξύλινος μπουφές με μαρμάρινη επιφάνεια για τα μπουκάλια του αλκοόλ)».
Η Αφθονία γνώρισε μεγάλες πιένες. Όπως μου είχε αναφέρει ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, προπολεμικά το μεσημέρι σχολούσαν από τις φάμπρικες γύρω στις επτά χιλιάδες εργάτες. Πολλοί από αυτούς περνούσαν από το μαγαζί του Μπάιλα για να πιούνε το κρασί τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν έφυγε επίστρατος για το αλβανικό μέτωπο, άφησε το μαγαζί μες στα χρέη. Τότε ανέλαβε τη διαχείριση η αδελφή του η Σοφία, η οποία όχι μόνο ξεχρέωσε την επιχείρηση, αλλά του μάζεψε και χρήματα όσο εκείνος ήταν στο χακί.