Φαίνεται συχνά παράξενο να γιορτάζουμε ένα πρόβλημα, ένα θλιβερό ζήτημα.
Πριν από δύο χρόνια –ήταν στα τέλη Μαρτίου– αποπειράθηκα για πέμπτη φορά να βάλω τέλος στη ζωή μου, καταπίνοντας βραδυκαρδικά δισκία. Είχα ήδη διαγνωστεί με οριακή διαταραχή, η οποία βρισκόταν ακόμη στην πιο ακραία φάση της.
Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο της Καλαμάτας για πλύση στομάχου και διήμερη νοσηλεία στην παθολογική. Και από εκεί στο νοσοκομείο του Άργους, στην ψυχιατρική, όπου παρέμεινα 19 μέρες. Ήταν η τέταρτη νοσηλεία μου σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου. Εκεί, εκτός από τους γιατρούς, ξεχώρισα και τους νοσηλευτές.
Έκαναν παρέα μαζί μας. Μιλούσαμε στον πρωινό καφέ. Παρακολουθούσαμε μαζί τηλεόραση, αλλά και κάναμε βόλτες στον υπαίθριο χώρο του νοσοκομείου κατά τις απογευματινές ώρες. Μας αντιμετώπιζαν πρώτα ως ανθρώπους και μετά ως ψυχιατρικούς ασθενείς. Αποδεικνύοντας στην πράξη πως η ψυχική νόσος δεν χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.
Λίγους μήνες αργότερα, η κλινική έπαψε τη λειτουργία της ελλείψει γιατρών. Οι δύο μόλις ψυχίατροι δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των εφημεριών και την εύρυθμη λειτουργία της κλινικής.
Με τη νοσηλεία μου στο Άργος έκλεισε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος. Κυρίως για μένα, αλλά και για την οικογένειά μου. Λίγους μήνες μετά, βρίσκοντας έναν υπέροχο ψυχίατρο – ψυχοθεραπευτή, που αντικατέστησε τον μέχρι τότε γιατρό μου, έδωσα στον εαυτό μου μια δεύτερη ευκαιρία. Να ζήσει από την αρχή.
Γιατί ήξερα ότι αν δεν το κάνω εγώ, δεν θα το κάνει κανείς άλλος για μένα.