Φορτωμένοι με μια χρεωμένη σε πολλές δόσεις mini-dv κάμερα και ελάχιστο άλλο εξοπλισμό –γεγονός που καταλάβαμε για τα καλά, αφού είχαμε υποτιμήσει τις θερμοκρασίες που επικρατούν ακόμη και τις έναστρες καλοκαιρινές νύχτες στο οροπέδιο της Τρίπολης– ξεκινήσαμε, κάπου εκεί στο millenium, τη μεγαλεπήβολη εκστρατεία καταγραφής πτυχών της ζωής των Ρομά της Πελοποννήσου, στο πλαίσιο της ταινίας GRAS.
Λίγο ο εγγύς τόπος καταγωγής μας, κάποια φανταστική ή πραγματική κουμπαριά, η νεανική θρασύτητα και βέβαια το ανύπαρκτο μπάτζετ παραγωγής της ταινίας GRAS, μας έφεραν να κοιμόμαστε σε βελέντζες ανάμεσα σε κουρασμένους από τον κάματο της ημέρας Ρομά. Μας ζέσταιναν, λες και βρισκόμασταν σε φάτνη, τα ρουθούνια των αλόγων που έστεκαν από πάνω μας. Περίμεναν ακούσια κάποιον αγοραστή στο παρακείμενο παζάρι ιπποειδών που έφθινε χρόνο με τον χρόνο.
Όταν ο πάγος της επικοινωνίας σπάει, συνήθως ανάβει η φωτιά της φιλοξενίας. Τότε αυτοί που έχουν λίγα προσφέρουν τα πάντα. Κυρίως προσφέρουν αυτό που θεωρούν εξίσου σημαντικό και για τους ίδιους.
Σε αυτήν τη φωτιά λοιπόν σιγόβραζε το νερό μέσα σε ένα καπνισμένο τσουκάλι. Ο σκύλος του μαχαλά ξετρύπωσε μια μπάλα με τέσσερα πόδια και πολλά αγκάθια που κουλουριαζόταν κάθε τόσο σαν περικάρπιο κάστανου.
«Καντζούρα» αναφώνησαν τα παιδιά που έτρεχαν πίσω από τον σκύλο και το παιχνίδι του. «Να περιποιηθούμε τους μουσαφίρηδες» ανέκραξε ο παππούς Ρομά, κάτω από τα λευκά παχιά μουστάκια του. Με αριστοτεχνική κίνηση με ένα ξύλο έδωσε τέλος σε αυτό τον ιδιόμορφο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Τα μάτια του σκαντζόχοιρου, κλειστά πια, έμοιαζαν με σταυρουδάκια. Θύμιζαν τον ευφυώς αληθοφανή τρόπο που οι σκιτσογράφοι αποτυπώνουν τη δουλειά τους στα καρτούν.
Στη συνέχεια, με ένα και μόνο απότομο φύσημα, το τρωκτικό μετατράπηκε σε μπαλόνι ηλίου που νόμιζες πως θα παρασυρθεί από το πρώτο κύμα αέρα, ενώ τα αγκάθια της ράχης διαχωρίστηκαν έτσι ώστε με μερικές επιδέξιες κινήσεις του μαχαιριού να καθαριστούν εύκολα.