Ενα ήρεμο χειμωνιάτικο βράδυ στη Σαντορίνη ξεκίνησα να διαβάζω τα μέιλ μου. Όλα από διαφορετικά μέρη του κόσμου. Ανάμεσα σε άλλα έλαβα και κάποιο που περιλάμβανε ένα κείμενο συνοδευόμενο από παλιές φωτογραφίες της οικογένειάς μου σε νεαρή ηλικία.
Ένα ζευγάρι Βέλγων, 36 χρόνια μετά την πρώτη τους επίσκεψη στη Σαντορίνη, επικοινωνούσαν μαζί μου. Ήθελαν να μου μιλήσουν για την αξέχαστη φιλοξενία που έζησαν στις διακοπές τους το 1988. Με συγκίνησε βαθιά αυτή η ιστορία. Με έκανε να γυρίσω πολύ πίσω, στα αγνά χρόνια της Σαντορίνης που έζησα, έστω για λίγο, στην παιδική μου ηλικία.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιείς ότι η φιλοξενία που προσφέρεις εδώ και τόσα χρόνια είναι κομμάτι μιας συνέχειας μες στον ιστορικό χρόνο. Είναι πραγματικά μια μοναδική, ανιδιοτελής κατάσταση. Μια κατάσταση που σου δίνει δύναμη να γίνεσαι ολοένα καλύτερος άνθρωπος καθημερινά.
Παραθέτω την υπέροχη ιστορία του Tony και της Greet Peirsman-De Vuyst:
«Το ταξίδι μας ξεκίνα από το Βέλγιο με προορισμό την Αθήνα και το νησί της Σαντορίνης. Καθισμένοι στο κατάστρωμα του πλοίου αγναντεύαμε το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου και τα πανέμορφα δελφίνια να χορεύουν στις ηλιαχτίδες του ήλιου που αντανακλούσαν πάνω στα κύματα.
Ένα ονειρικό ταξίδι δέκα ωρών με στάσεις σε νησιά, με υπέροχα τοπία και χρώματα. Η κόρνα του καραβιού ήχησε, φτάσαμε στο λιμάνι της Σαντορίνης. Όλοι μας ξαφνιαστήκαμε, νομίζαμε ότι ήρθαμε κάπου λάθος. Δεν πιστεύαμε ότι είναι αυτό η Σαντορίνη: μια άγρια φυσική ομορφιά σε ένα απομονωμένο ηφαιστειακό βραχώδες τοπίο.
Ξαφνικά βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από ντόπιους με ταμπέλες “Rooms to let” να τραβιούνται μεταξύ τους, να τσακώνονται ποιος θα μας πρωτομιλήσει.
Πήγαμε γρήγορα προς στα δημόσια λεωφορεία για να ανέβουμε στα Φηρά. Όταν αποβιβαστήκαμε ένας φιλικός νεαρός μας ρώτησε αν θέλαμε χώρο διαμονής κοντά στην πόλη, μόνο λίγα λεπτά με τα πόδια. Ήταν η λεγόμενη “άγρα πελατών” στα ελληνικά νησιά. Ο καθημερινός αγώνας επιβίωσης των οικογενειών.