Ηταν άνοιξη του 1984 όταν έφτασα ως φοιτητής στη Νάξο. Μια μεγάλη παρέα με έναν καθηγητή μας από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Εγκατασταθήκαμε στο μεσαιωνικό κάστρο της Χώρας και οργώσαμε το νησί.
Ήταν μια εμπειρία σχεδόν μεταμορφωτική. Ενθουσιάστηκα από την ομορφιά της φύσης, από το κυκλαδίτικο φως και από το ναξιώτικο μάρμαρο. Ήταν μια πραγματική άνοιξη.
Αντίκρισα ένα τοπίο που αγκαλιάζει τον άνθρωπο και τον κάνει να αισθάνεται κομμάτι του. Μου άρεσε το γεγονός ότι ήμουν σε έναν τόπο με αδιάλειπτη ανθρώπινη παρουσία 6.000 χρόνων.
Με γοήτευσε –ειδικά τα πρώτα χρόνια– η ζωντάνια των λαϊκών στοιχείων, της μουσικής, του χορού. Τα βιολιά του Σταματογιάννη, οι κουδουνάτοι στο Φιλώτι, τα μυθικά πανηγύρια των πρώτων δεκαετιών, το χιούμορ των ανθρώπων και ο τρόπος ζωής τους.
Έχουν αλλάξει πολλά από τότε στη Νάξο. Άλλαξα και εγώ ο ίδιος με πάνω από έξι δεκαετίες στην πλάτη μου. Αλλά το πρωτόγνωρο συναίσθημα που με κατέκλυσε έχει γραφτεί πάνω μου.
Σταδιακά άρχισα να μένω στο νησί και να δουλεύω αποκλειστικά με ναξιώτικο μάρμαρο. Το μάρμαρο αυτού του ευλογημένου νησιού είναι μοναδικό. Η κρυσταλλική του δομή τού χαρίζει μια σπάνια διαφάνεια. Ενώ τα κοιτάσματα από άλλα πετρώματα που εισχωρούν μέσα του του προσδίδουν έντονα ζωγραφικά στοιχεία.