Τον Νοέμβρη του ’72 η χούντα –πιεσμένη από το φοιτητικό κίνημα που είχε φουντώσει κατά των διορισμένων από τους συνταγματάρχες διοικήσεων των φοιτητικών συλλόγων– επέτρεψε εκλογές «βίας και νοθείας» με τους ασφαλίτες πάνω από τις κάλπες.
Μόνο σε δυο συλλόγους πέτυχαν οι φοιτητές να εκλέξουν δημοκρατικά διοικητικά συμβούλια: στη δική μας, των Χημικών Μηχανικών, και στων Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, όπως άλλωστε και η Παρασκευή 16 του Νοέμβρη του ’73, έναν χρόνο μετά. Το προαύλιο του Πολυτεχνείου γεμάτο φοιτητές, ενώ στα αμφιθέατρα είχαν στηθεί οι κάλπες παρουσία των στρογγυλοκαθισμένων χαφιέδων της χούντας.
Μια αυθόρμητη διαδήλωση διαμαρτυρίας ξεκινάει μέσα από το Πολυτεχνείο προς την Πατησίων. Η αγανάκτηση με πνίγει και συμμετέχω. Στην πύλη της Πατησίων μας κόβει μεγάλη δύναμη αστυνομικών. Επιστρέφουμε και συγκεντρωνόμαστε μπροστά στις σκάλες του κτιρίου Αβέρωφ. Η μπατσαρία μπουκάρει στο προαύλιο και κατευθύνεται προς το μέρος μας.
«Όλοι κάτω και αλυσίδα» ακούγεται μια φωνή.
Η πρόσφατη τότε ταινία Φράουλες και αίμα, όπου στην τελευταία σκηνή οι φοιτητές ξαπλώνουν αγκαλιασμένοι στο δάπεδο ενός κλειστού γηπέδου και αντιστέκονται στους αστυνομικούς, μας έχει επηρεάσει. Καθόμαστε κάτω αγκαλιασμένοι, μια ανθρώπινη σφιχτή αλυσίδα.
Ένας αστυφύλακας απλώνει τη χερούκλα του και αρπάζει μια φοιτήτρια. Οι συγκεντρωμένοι το βάζουν στα πόδια. Μένω μόνος μου. Με πνίγει ο θυμός για την κατάφωρη παραβίαση του ασύλου και βέβαια το μίσος για τη χούντα. Ρίχνω μια γροθιά στη μούρη του πρώτου αστυφύλακα που με πλησιάζει.
«Έξω, κωλοφασίστα» του φωνάζω.
Την επόμενη στιγμή με έχουν ρίξει κάτω και με ποδοπατάνε. Βλέπω το πρόσωπο μιας φοιτήτριας που έχει βάλει τα χέρια της στο στόμα της και κοιτάει το «θέαμα» τρομαγμένη.
Με σηκώνουν για να με πάνε στο περιπολικό. Έχω ξεχάσει τον πόνο, δεν καταλαβαίνω τίποτε. Με έχει πιάσει μανία πρωτοφανέρωτη, διάθεση για σύγκρουση. Και ενώ με τραβολογούν και με γρονθοκοπούν στο στομάχι, φωνάζω δυνατά: