Κάποτε έμενα στο Μόντρεαλ και στο πανεπιστήμιο αναλάμβανα σχετικά μεγαλεπήβολα πρότζεκτ. Σχεδίαζα και δημιουργούσα αρκετά σύνθετα αντικείμενα, όπως έκανα από πολύ μικρό παιδί.
Ένα από τα πρώτα μου μεγάλα πρότζεκτ είχε ξυλογλυπτική. Ο επιβλέπων του εργαστηρίου με «σύστησε» στον ταχυτροχό, ένα Dremel που είχε γύρω του μια αύρα. Μόλις το ανακάλυψα, έπρεπε να το αποκτήσω την ίδια μέρα. Ήξερα πως δεν θα κοιμόμουν εκείνο το βράδυ. Σκέφτηκα πως θα μου είχε ανοίξει πόρτες και θα μου είχε εξοικονομήσει αμέτρητες ώρες αν το ήξερα νωρίτερα.
Βρήκα, σαν 19χρονος σίφουνας, την καλύτερη τιμή της αγοράς και αμέσως μετά την καλύτερη διαδρομή με συγκοινωνία και πεζοπορία. Πηγαίνοντας με τα πόδια προς το μαγαζί, μου φάνηκε τόσο μακρύ το ταξίδι –μες στην παγωνιά και στο χιόνι– με την πεζοπορία, τις αλλεπάλληλες αλλαγές λεωφορείων και την απίστευτη προσμονή που με είχε καταλάβει.
Κάποια στιγμή πέρασα από μια κάθετη οδό, σε ένα κάπως κομβικό σημείο, και κοίταξα στο βάθος. Αναρωτήθηκα ποιος να έμενε εκεί στην αστική ερημιά τόσο μακριά από τον πολιτισμό του κέντρου. Ποιες ξεχασμένες ψυχές και ποιες οι ιστορίες τους; Ήταν μια στιγμή στοχασμού από αυτές που ενίοτε σε επισκέπτονται ξανά όταν τις φέρνουν παρόμοιες συγκυρίες. Το ταξίδι και οι σκέψεις χαράχτηκαν, ίσως γιατί ήταν μια στιγμή ενθουσιασμού και νεανικής ανακάλυψης.
Λίγα χρόνια αργότερα, με το τέλος των σπουδών, άρχισα να δουλεύω στον αμερικανικό κινηματογράφο. Στην πρώτη μου παραγωγή, ως δημιουργός μοντέλων για μινιατούρες ειδικών εφέ, πρέπει να καταστρέψαμε δεκάδες από αυτά τα Dremel.
Τα χρησιμοποιούσαμε ακόμη και ως σφυριά την ώρα που δούλευαν, για να γίνεται πιο ωραία η καταστροφή στην επιφάνεια των μοντέλων (για μετα-αποκαλυπτικές σκηνές). Τόσο που κάποια στιγμή υπήρχε έλλειψη στην αγορά και μας ζητήθηκε να φέρουμε τα δικά μας. Θα μας έπαιρναν καινούργια και έτσι κάπως διστακτικά έφερα το δικό μου.