Υπάρχουν τόποι που μιλούν ψιθυριστά. Όχι με φωνές, αλλά με φως, με σχήματα, με την πατίνα του χρόνου. Τέτοιος τόπος είναι τα Μανδράκια της Μήλου. Ένας παραθαλάσσιος οικισμός, σχεδόν σκαλισμένος πάνω στα ηφαιστειογενή βράχια. Με τα πολύχρωμα «σύρματα» των ψαράδων να κοιτάζουν το πέλαγος και μια αίσθηση γαλήνης να τυλίγει τα πάντα. Ένας οικισμός βγαλμένος από παλιά καρτ ποστάλ.
Τότε, που παρόλη την έλλειψη ηλεκτρισμού, οι λάμπες λουξ έφεγγαν τις βραδιές με τις «βεγγέρες» στις αυλές και τις ατέλειωτες ιστορίες για τα περασμένα και τα μελλούμενα. Που περιμέναμε τους ψαράδες, να φέρουν την κόφα, να απλώσουν το μουσαμά και να αραδιάσουν τα ψάρια επάνω. Τότε που χωρίς φιγούρες απολαμβάναμε όλοι τον αυτοσχέδιο Καραγκιόζη, με τα χέρια και τις σκιές στον τοίχο της εκκλησίας. Τότε που τα γλέντια στην πλατεία με το βιολί του Πέτρου Μαστρολιά και το λαούτο του Παντελή του Μισερλή κρατούσαν μέχρι τις πρωινές ώρες.
Εδώ, γεννήθηκε το Mandrakia Artis — ένα πολυθεματικό φεστιβάλ που δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει, αλλά να συγκινήσει. Κι όπως συμβαίνει με κάθε αληθινή πολιτιστική πρωτοβουλία, η γέννησή του ήταν αποτέλεσμα βαθιάς ακρόασης. Της ανάγκης του τόπου και των ανθρώπων του για έκφραση, για σύνδεση, για ουσία.
Έχοντας επίγνωση της «πολιτιστικής σιωπής» — της απουσίας δηλαδή ενός χώρου, φυσικού και συμβολικού, όπου ο σύγχρονος πολιτισμός να συναντά τη μνήμη και την παράδοση του τόπου χωρίς να την παραμορφώνει, ο Πολιτιστικός- Εξωραϊστικός Σύλλογος Μαντρακίων Μήλου, διαπίστωσε την ανάγκη για διάλογο. Τόσο με την τοπική κοινότητα όσο και με την ευρύτερη πολιτιστική δημιουργία. Και κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το Mandrakia Artis — ένα φεστιβάλ που δεν «έρχεται» απ’ έξω, αλλά πηγάζει από μέσα.




