Κάθε βράδυ γύρω στις οκτώ, αλλά συχνά και αργότερα, οι καρέκλες γύρω από το μεγάλο οβάλ γραφείο ξεκινούσαν να γεμίζουν. Στις δυο κορυφές του γραφείου καθόντουσαν, απέναντι ο ένας από τον άλλο, δυο από τις σταθερές της Ελευθεροτυπίας. Ο Σεραφείμ Φυντανίδης και ο Σταύρος Απέργης. Σύντομα αρχισυντάκτες και πολιτικοί συντάκτες έπιαναν θέσεις γύρω από το τραπέζι. Σχεδόν όλοι κράταγαν στα χέρια τους χαρτιά με σημειώσεις. Ήταν η κορυφαία στιγμή της εφημερίδας.
Σε λίγη ώρα –που όμως σχεδόν ποτέ δεν ήταν λίγη– έπρεπε να αποφασιστούν το κύριο θέμα της πρώτης σελίδας και τα χτυπήματα (έτσι ονόμαζαν τα υπόλοιπα θέματα του πρωτοσέλιδου). Όπως και τι θα αξιολογηθεί ως σημαντικό, τι θα πεταχτεί τελείως, τι θα κερδίσει μια ολόκληρη εσωτερική σελίδα, πού θα μπει ένα μικρής σημασίας μονόστηλο. Αυτό συνήθως βρισκόταν πλάι στα εφημερεύοντα φαρμακεία, στις πίσω σελίδες.
Την έλεγαν σύσκεψη αλλά δεν έμοιαζε με τέτοια μιας και δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Κάθε μέλος της μεγάλης αυτής παρέας είχε άποψη και λόγο για όσα γεγονότα συνέβαιναν. Και οι υπόλοιποι τον άκουγαν. Στη διάρκεια εκείνων των ωρών ακουγόντουσαν όλες οι πληροφορίες γύρω από την επικαιρότητα στη χώρα αλλά και στον κόσμο. Τα πιο ενδιαφέροντα όμως ήταν συνήθως όσα έφερναν οι δημοσιογράφοι της Ελευθεροτυπίας ως δικές τους πληροφορίες. Κάθε σημαντικό γεγονός δεν αναφερόταν απλώς, έπρεπε να βασανιστεί αρκετά πριν αξιολογηθεί ικανό για να μπει στην πρώτη σελίδα ή για την έκταση που θα έχει στο εσωτερικό της εφημερίδας.
Ανάμεσα από καπνούς τσιγάρων, συχνά δυνατές φωνές και ακόμη πιο συχνά έντονες αντιπαραθέσεις που αφορούσαν κυρίως τα πολιτικά θέματα γινόντουσαν συζητήσεις που είχαν μεγάλη ουσία. Αλλά συχνά και τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια που πολλοί φοβόντουσαν ότι δεν θα προλάβει να τυπωθεί η εφημερίδα.