Γιορτή της Μητέρας αύριο. Δεν θέλω να θυμηθώ. Κάθε ανάμνηση με απειλεί. Μη λάχει κι ανοίξει το νήμα της μνήμης που κόβει βαθιά – όχι για να φέρει γαλήνη, μα ενοχή. Δεν την έχω πια τη μητέρα μου. Κι όταν την είχα, δεν τη φρόντισα όπως θα ’πρεπε. Δεν θυμάμαι να την έβγαλα μια βόλτα, να της είπα μια γλυκιά κουβέντα, να της χάιδεψα τα μαλλιά. Μια φορά μόνο – ίσως. Μα ούτε αυτό δεν μπορώ να το δω καθαρά. Θολώνει μέσα μου. Αναρωτιέμαι αν έκανα ποτέ κάτι γι’ αυτήν πέρα από το να υπάρχω.
Ήμουν εκεί, ναι. Στις δύσκολες εποχές μας, καθισμένες και οι δυο στον πάγκο της κουζίνας, με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι. Με περίμενε ώρες – έως τα ξημερώματα καμιά φορά – μόνο και μόνο για να μου διηγηθεί τη μέρα της. Το θλιμμένο πρόσωπό της απέναντί μου, τα στωικά μάτια της καρφωμένα πάνω μου. Μιλούσε. Για τα ίδια και τα ίδια. Παράπονα, ιστορίες, πίκρες, σαν να μην τα είχε πει ποτέ πριν.
Κι εγώ την άκουγα – σαν να την άκουγα για πρώτη φορά. Γιατί το είχε ανάγκη. Κάθε φορά. Βίωσα μαζί της την παιδική της ηλικία, σαν να ’ταν δική μου. Την Κατοχή, τα καταφύγια, τους βομβαρδισμούς του Πειραιά, την απώλεια αγαπημένων, την πείνα – τη φρίκη της παρατεταμένης στέρησης τροφής το σώμα μου δυσκολευόταν να την νιώσει και τότε επιστράτευα την καρδιά μου κι ένιωθα η στέρηση να τη γδέρνει.
Κι όσο η μητέρα τα κουβαλούσε όλα – σπίτι, παιδιά, καθαριότητα, μαγείρεμα – εγώ καθόμουν στον πάγκο, πίνοντας καφέ και βυθιζόμουν στις εικόνες που μου έφτιαχνε με τις λέξεις της. Εικόνες που απέκτησαν μέσα μου υλικότητα και με έκαναν να εξεγείρομαι κάθε φορά που ακούω αδικία και πόνο για να υπερασπίσω το μικρό κοριτσάκι του παρελθόντος κι αέναου παρόντος –τη μάνα μου.