Γνωρίζω τον Ταύρο σπιθαμή προς σπιθαμή. Όταν η οικογένειά μου ήρθε στον Κάτω Ταύρο υπήρχαν τρία σπίτια. Και όταν με έφεραν από το μαιευτήριο, την πρώτη μέρα χιόνισε. Ήταν το πρώτο μάθημα που πήρα στη ζωή μου. Πως η ζωή είναι όμορφη, αλλά όταν λιώσουν τα χιόνια μπορεί να βρεις εμπόδια, βούρκο ακόμη και λάσπη.
Εκεί που άλλοι βλέπουν τσιμέντα και κτίρια εγώ βλέπω αλάνες. Να τρέχουμε όλη μέρα πίσω από μια μπάλα παίζοντας κρυφτοκυνηγητό, αμπάριζα και γκαζάκια. Να αμολάμε αετούς τρεις μήνες πριν και δύο μετά την Καθαρή Δευτέρα. Αετούς στην αρχή από εφημερίδες και καλάμια, αργότερα «ξύλινες μάνες» με κόλλες που φτιάχναμε μόνοι μας ή με παρέες φίλων.
Εκεί που βλέπουν ψηλά κτίρια και πολυκατοικίες εγώ βλέπω αυλές με γιασεμιά, τριανταφυλλιές και βασιλικούς. Εκεί που σήμερα ακούνε μηχανάκια ντελίβερι εγώ οσμίζομαι τα μυρωδικά των προσφύγων.
Εκεί που κυκλοφορούν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, εγώ βλέπω την κυρα-Ελένη του Αργύρη, την κυρία Όλγα και τον κύριο Ανδρέα του Τάκη και του Αντώνη και τον κυρ Φίλιππα του Αντώνη, που ήταν και δικοί μου πατεράδες και μανάδες.
Όταν στην Ιταλία των σπουδών μου βλέπαμε τον Ζίκο, τον Πλατινί, τον Μπόνιεκ, τον Ρόσι και τον Τζοφ, εγώ νοσταλγούσα τον Δεϊμέζη, τον Ρέλλη, τον Νάτση και τον Συνανίδη. Και όταν βλέπω μπάσκετ, θυμάμαι τον γείτονα «Βούδα», τον αείμνηστο Μάκη Δενδρινό.
Οι άχρωμες γνωριμίες του σήμερα μου θυμίζουν τις παρέες και τις φιλίες που είχαν μπέσα, αξίες και σεβασμό.
Η εφημερίδα Εν Ταύροις στην αρχή, οι εκδόσεις Αντίκτυπος στη συνέχεια και τώρα οι εκδόσεις Εύμαρος με το βιβλιοκαφέ είναι τα αντίδωρα στον τόπο που με έμαθε να πορεύομαι στη ζωή με γνώμονα την αλήθεια, τον σεβασμό και το δίκιο. Μια φτωχή και λαϊκή συνοικία που μου έμαθε πως ο πλούτος μας είναι οι άνθρωποί μας και οι κοινές μας αξίες.