Η σχέση μου με τους «Πέρσες» έγινε πιο βαθιά μέσα από τη μελέτη της παραστασιογραφίας του έργου. Διαβάζοντας και εξετάζοντας τον τρόπο που έχει ανέβει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ανακάλυψα μια ιστορία που έλαβε χώρα στον Άη Στράτη και με απασχόλησε βαθιά. Η έρευνά μου επικεντρώθηκε στο πώς αυτό το έργο, μέσα από το οποίο αναδείχθηκε έντονα το ζήτημα της ελληνικής υπεροχής απέναντι στους «βάρβαρους», χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά για να τονώσει στρεβλά την εθνική ταυτότητα.
Το κείμενο των Περσών αξιοποιήθηκε ιστορικά σε χρονικές στιγμές που κρίθηκε απαραίτητο να ενισχυθεί το αίσθημα εθνικής υπεροχής: σε εορτασμούς για τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, μετά τη λήξη της Κατοχής, για την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Όταν διάβασα για την παράσταση των Περσών στον Άη Στράτη το 1951, ανακάλυψα τη μοναδική, ίσως, περίπτωση όπου το έργο ανέβηκε από την πλευρά των «χαμένων». Η βελγοαμερικανίδα γλωσσολόγος Γκόντα βαν Στιν έχει κάνει εξαιρετική δουλειά πάνω στο λεγόμενο «θέατρο των περιφρονημένων» και στην ιστορία των υιοθετημένων παιδιών μετά τον Εμφύλιο. Στο έργο της αναφέρεται σε αυτή την παράσταση στον Άη Στράτη, όπου οι Πέρσες επανήλθαν στην τραγικότητά τους, μακριά από την καθεστωτική ανάγνωση.
Ορισμένες φράσεις του Αγγελιαφόρου — «Νυν υπέρ πάντων ο αγών» και «Είτε παίδες Ελλήνων» — είναι φράσεις-σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν συχνά σε στρατόπεδα και σε επετείους. Το καθεστώς τις οικειοποιήθηκε, για να δείξει τι σημαίνει να είσαι «σωστός» Έλληνας, σε αντίθεση με τον «βάρβαρο», ο οποίος κατά καιρούς άλλαζε πρόσωπο. Ενδεικτικό είναι το ανέβασμα του 1939 από το Εθνικό Θέατρο για την ένωση της Δωδεκανήσου: σε σκηνοθεσία Ροντήρη, με τον — τότε αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου Στράτη Μυριβήλη — να ταυτίζει τους βάρβαρους με τους κομμουνιστές, λέγοντας ότι «μπροστά σε κάθε Πέρση οι θεατές πρέπει να βλέπουν έναν έλληνα αντάρτη ή έναν Ρώσο εισβολέα».