Το 1940 ο παππούς μου Νικόλαος βρέθηκε στην Ήπειρο. Ελληνοϊταλικό πόλεμο τον είπανε μετά. Τότε ήταν απλά το κάλεσμα για την υπεράσπιση των συνόρων. Νέος, ίσα που είχε νυμφευθεί τη γιαγιά μου, την άφησε σε μια φιλική οικογένεια στον Ασπρόπυργο και αναχώρησε.
Η γιαγιά Χαριτωμένη – Σεβαστή, μόλις 15 ετών, βρέθηκε μακριά από το νησί της, σε ένα νέο περιβάλλον και ξαφνικά χωρίς σύζυγο. Είχανε κλεφτεί. Ένας έρωτας με την πρώτη ματιά μέσα σε ένα πλοίο από την Αλεξάνδρεια προς τον Πειραιά. Η γιαγιά δεν κατέβηκε ποτέ στη Ρόδο, ακόμα ιταλοκρατούμενη τότε.
Χωρίς διαβατήριο ή ταυτότητα, μέλος μιας νέας οικογένειας που φρόντισε να της εκδώσουν χαρτιά, επειδή κάποιος από αυτούς ήταν στην ασφάλεια Πειραιά: «Να βοηθήσουμε τα παιδιά να μη χωρίσουν».
Δεν γνώρισα τον παππού μου, έφυγε από τη ζωή προτού γεννηθώ. Ό,τι έχω μάθει για αυτόν είναι από προφορικές μαρτυρίες. Απ’ όλες τις ιστορίες όμως μου αρέσει να θυμάμαι μία, ιδιαίτερη μόνο για εμάς του «κλειστού» οικογενειακού κύκλου.
Στο σπίτι της γιαγιάς, μεταξύ πολλών, πάντα υπήρχε μια μικρή φορητή εικόνα της Παναγίας. Δεν την είχαν αγοράσει. Την είχε φτιάξει, λέει, ο παππούς με λίγες σανίδες, λεπτή λαμαρίνα και μια έγχρωμη εκτύπωση της Παναγίας βρεφοκρατούσας. Μετά την έβαψε με ασημένιο χρώμα, μήνες μετά αφότου γύρισε από το μέτωπο. Στο οικογενειακό αρχείο διατηρείται μια φωτογραφία του το 1940 από τη Βρύση Κενταύρου στην Κλεισούρα, ένα μικρό στιγμιότυπο του πολέμου.
Η μαμά γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1941. Ο παππούς έλειπε και τα νέα για τη γέννησή της του έφτασαν μήνες μετά. Ο ίδιος, λέει, σπάνια μίλαγε γι’ αυτά τα χρόνια. Από τη μία νικητές, μετά σε υποχώρηση, βρέθηκε να κατεβαίνει με τα πόδια και ό,τι άλλο πρόσφορο μέσο έβρισκε από την Ήπειρο στην Αττική.