Αυτός είναι ο παππούς μου, ο Κωνσταντίνος Κουτσιαμπασάκος, ο επονομαζόμενος Δαίδαλος. Ξυλουργός, ξακουστός για την τέχνη του στα χωριά της νότιας Πίνδου, περιοχή στην οποία δούλεψε για πάνω από μισό αιώνα κι έλαβε αυτό το προσωνύμιο. Γεννήθηκε το 1905 στη Μεσοχώρα Τρικάλων. Όταν ήταν μικρός αρρώστησε βαριά. Τις ημέρες εκείνες έτυχε να περνά από το χωριό λιτανεία με μοναχούς από το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνα Δουσίκου. Η μητέρα του παππού μου, σε απόγνωση, τον έταξε στον άγιο.
Και, ω του θαύματος, το επόμενο πρωί ο παππούς μου ανάρρωσε. Έτσι λοιπόν η προγιαγιά μου έκανε το χρέος της. Τον παρέδωσε στους μοναχούς που αποτελούσαν τη λιτανεία.
Ο παππούς μου έλειψε από το χωριό για αρκετά χρόνια και επέστρεψε είκοσι χρόνων παλικάρι. Στο διάστημα που μεσολάβησε είχε μάθει την τέχνη του μαραγκού στο μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου και είχε προλάβει να ταξιδέψει στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τραγουδούσε και έπαιζε διάφορα μουσικά όργανα. Βιολί, που το είχε κατασκευάσει ο ίδιος, κλαρίνο και φλογέρα. Και ήταν ο πρώτος που δίδαξε φοξ τροτ στο χωριό. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που κέρδισε τη γιαγιά μου ή το γεγονός πως κατείχε την ξυλουργική τέχνη που τα χρόνια εκείνα την εκτιμούσαν ιδιαίτερα.
Ό,τι προκοπή έκανε ο παππούς μου στο χωριό, με αγώνα και σκληρή δουλειά, στις 2 Νοεμβρίου του 1943 καταστράφηκε μαζί με όλα του τα υπάρχοντα μέσα σε λίγες ώρες. Ήταν η μέρα που οι Γερμανοί πυρπόλησαν το χωριό.
Ανέστιος, ύστερα από λίγους μήνες, εγκαταστάθηκε στο απέναντι χωριό, στο Αρματολικό, δίπλα στον Αχελώο και ξεκίνησε από την αρχή.
Ήθελε να είναι κοντά στο ποτάμι και να ασχολείται με τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη μετά την ξυλουργική, το ψάρεμα. Εκεί έστησε εκ νέου το εργαστήριό του, έχτισε καινούργιο σπίτι και έκανε τέσσερα παιδιά με τη γιαγιά μου.