Αυτή είναι η φωτογραφία του παππού μου. Στηρίζει στον ώμο του μια βαριοπούλα, το μοναδικό εργαλείο που είχε στην κατοχή του, δηλωτικό της ανείπωτης φτώχειας του.
Δεν είναι μόνο η βαριοπούλα η αντιπροσωπευτική της κατάστασής του. Αλλά και το λερωμένο πουκάμισο, τα λιωμένα παπούτσια και η γόπα του τσιγάρου στο άλλο χέρι συμπληρώνουν την εικόνα μιας ένδειας. Της ένδειας που αποτελούσε την καθημερινότητα των προσφύγων βιοπαλαιστών του Μεσοπολέμου.
Στα μάτια του πνέουν η πείνα και η απελπισία. Σίγουρα δεν θα πόζαρε ποτέ κανείς με υπερηφάνεια για μια τέτοια φωτογράφηση.
Ο παππούς μου δεν ήταν απλώς ακόμη ένας πρόσφυγας από τη Σμύρνη ανάμεσα στο ενάμισι εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασίας. Όχι πως αυτό από μόνο του δεν ήταν βαρύ. Ωστόσο είχε ακόμη μια βαθύτερη πληγή στην ψυχή του.
Ήταν ένας από τους 300 αιχμαλώτους επιζώντες από τάγμα των αμελέ ταμπουρού, των τουρκικών ταγμάτων εργασίας του 1922. Από ένα τάγμα πέντε χιλιάδων αιχμαλώτων, που εξαναγκάστηκαν να ξεκινήσουν μια πορεία θανάτου στην ενδοχώρα της Τουρκίας, άντεξαν τα βασανιστήρια κι έφτασαν στην Ελλάδα μόνο 300.
Οι Τούρκοι τον έπιασαν στη Σμύρνη εικοσάχρονο παιδί λίγες μέρες μετά την καταστροφή της πόλης. Όταν με τη Συνθήκη της Λωζάνης περί της επιστροφής των κρατούμενων αμάχων έφτασε πια ζωντανός-νεκρός τον Ιανουάριο του 1924 στο λοιμοκαθαρτήριο, το νησάκι του Αγίου Γεωργίου στη Σαλαμίνα, το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν να βρει την Κατίνα, την κοπέλα που αγαπούσε στη Σμύρνη.
Τη βρήκε στο Τουρκολίμανο στον καταυλισμό των προσφύγων. Την πήρε από εκεί και έστησε μαζί της τη νέα του οικογένεια σε μια αυθαίρετη παράγκα στο Χατζηκυριάκειο.
Καταγράφηκε από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων σαν αστός πρόσφυγας κι έκανε μεροκάματα σε οικοδομές. Ως τεκμήριο της καταχώρησής του στα αρχεία της επιτροπής προέκυψε και η φωτογραφία. Η μοναδική φωτογραφία που έχω από τον παππού μου σε νεαρή ηλικία.