Με τη γιαγιά μου είχαμε μια τελετουργία σαν ήμουν μικρή: καθόμασταν παρέα στο σαλόνι, πατούσα με το δάχτυλο τις αγαπημένες μου φωτογραφίες από το κόκκινο λεύκωμά της και εκείνη μου διηγούνταν τις ιστορίες. Την ιστορία του Νίκου του Μπελογιάννη. Τη ματωμένη ιστορία των Δεκεμβριανών. Ιστορίες από τα μπουλούκια, από τους θεατρίνους του Βουνού.
Της διάβαζα παλιές της σημειώσεις που εκείνη δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει και τις μικρές γραμματοσειρές του Ριζοσπάστη. Της περνούσα την κλωστή στη βελόνα. Έστελνα φιλάκια στο πορτρέτο της αδελφής της –της σκοτωμένης Ουρανίας– που στεκόταν στο κεντρικό ράφι της βιβλιοθήκης. Μου φαινόταν πολύ όμορφη. Θυμάμαι τη ροζ βούρτσα των μαλλιών της, τις καρφίτσες της Εθνικής Αντίστασης που κάρφωνε στο πέτο. Θυμάμαι την περήφανη κορμοστασιά της, το γλυκό μα βουβό της χαμόγελο.
Η Βάσω γεννήθηκε το 1916 στον Πύργο Ηλείας. Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εργάστηκε ως καπνεργάτρια στο εργοστάσιο Καραβασίλη και εκεί ήρθε σε επαφή με τις ιδέες της ταξικής πάλης. Μες στην Κατοχή οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ. Ήταν δραστήρια πολύ, στρατολογούσε κόσμο. Ο μεγάλος αδελφός της αντάρτης στον ΕΛΑΣ και ο πατέρας τους μες στην Αντίσταση. Η οργάνωση των χιτών του Πύργου είχε προγραμματίσει τη δολοφονία της. Ήθελαν να εκδικηθούν την οικογένεια για τη δράση της και να πλήξουν το τοπικό κίνημα.
Στις 4 Ιουνίου του 1943 –δυόμισι τα μεσάνυχτα– ένα ολόκληρο τάγμα αποτελούμενο από πενήντα περίπου χίτες και ταγματασφαλίτες κύκλωσε το σπίτι της Ουρανίας Στροφύλλα, αδελφής της γιαγιάς μου. Οι πληροφοριοδότες τους είχαν ενημερώσει πως η Βάσω θα διανυκτέρευε εκεί. Η Ουρανία ετοιμαζόταν να φύγει για Αθήνα το επόμενο πρωί για να φέρει τον άντρα της που ήταν ανάπηρος από το αλβανικό μέτωπο και έπαιρνε εξιτήριο από το νοσοκομείο της Βούλας. Η Βάσω θα κοιμόταν εκεί για να τη βοηθήσει να μαζέψει και να φύγει όταν ξημέρωνε.