Οταν ήμουν στη Δ΄ δημοτικού, πέθανε στον Αϊ-Στράτη ο γείτονάς μας Κώστας Ρεπέλλας. Τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη για να ταφεί. Ο Ρεπέλλας καταγόταν από την Ήπειρο, όπως και ο νουνός μου, ο άντρας της αδελφής του μπαμπά μου, με τους οποίους συγκατοικούσαμε.
Οι κοινωνικές σχέσεις μας τη δεκαετία του ’50 περιορίζονταν στους συγγενείς. Από τη μεριά του μπαμπά μου ήταν λίγοι, αφού η οικογένειά του ξεκληρίστηκε το ’22. Τακτικοί επισκέπτες μας όμως ήταν πολλοί συμπατριώτες του από την Πάνορμο, τη χαμένη πατρίδα, μαζί με άλλους τόσους από την Κορησό, το χωριό της μάνας μου.
Επίσης κάποιοι γείτονές μας, με τους περισσότερους από τους οποίους είχαμε σχέσεις αλληλοβοήθειας. Όλα τα υπάρχοντα ήταν γνωστά και στη διάθεση όλων. Η νουνά δάνειζε στη γειτονιά τη φορητή ραπτομηχανή της, τον μπαλτά και τη θερμοφόρα. Εμείς δανειζόμασταν το στρατιωτικό σακίδιο από την κυρία Ελευθερία, όταν πηγαίναμε εκδρομή. Τα φορέματα και τα καπέλα από τη μικροκαμωμένη κυρία Ελισσώ, όταν παίζαμε θέατρο στο τέλος της χρονιάς. Στις 25 Μαρτίου τη νυφική στολή της κυρίας Σοφίας από τους Πάδες του Ζαγορίου.
Στους τακτικούς επισκέπτες μας συγκαταλέγονταν και δυο οικογένειες από το χωριό του νουνού, τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας.
Την καθημερινότητά μας κινητοποιούσε κάθε ευχάριστο γεγονός. Σε κάθε γάμο, για παράδειγμα, όλες οι γειτόνισσες συμμετείχαν στο σιδέρωμα της προίκας. Αλλά περισσότερο μας συγκλόνιζε ο θάνατος. Η συμμετοχή στις κηδείες ήταν μαζική και αυθόρμητη. Έτσι όταν κάποια γειτόνισσα με πείραξε –δεν θυμάμαι γιατί–, της είπα «δεν θα ’ρθούμε στην κηδεία σας». Η νουνά μου με μάλωσε μετά τόσο πολύ που ξαφνιάστηκα.
Στην κηδεία του Ρεπέλλα λοιπόν, που είχε χαρακτήρα διαδήλωσης, παραβρέθηκαν η μαμά και η νουνά. Ο δεξιός νουνός μου δεν σκέφτηκε ότι η παρουσία τους εκεί θα είχε συνέπειες. Μάλιστα συνέστησε στις γυναίκες να τον εκπροσωπήσουν, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε λόγω της δουλειάς του να ακολουθήσει.