Ανήμερα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο σκάβαμε ένα οικόπεδο στην περιοχή της αρχαίας αγοράς στη Θεσσαλονίκη. Από τα ραδιόφωνα ακούγονταν εμβατήρια, αλλά εμείς στον κόσμο μας. Κατά το μεσημέρι ένας εργάτης από τη διπλανή οικοδομή φώναξε: «Ε, αρχαιολογία, κοιμάστε, οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο».
Μαζέψαμε βιαστικά τα εργαλεία και πήγαμε στο μουσείο, όπου επικρατούσε αναβρασμός. Η Ρωμιοπούλου, που έπρεπε να συσκευάσει και να μεταφέρει τα πολύτιμα εκθέματα στο υπόγειο, μου ανέθεσε να φέρω βαμβάκι. Θα τοποθετούσαμε τα χρυσά κοσμήματα σε κουτιά.
Στους δρόμους επικρατούσε πανικός. Μάλιστα κάποιοι διέδιδαν ότι οι Τούρκοι ήταν στην Αλεξανδρούπολη. Όταν είδα τους συντηρητές να κατεβάζουν στο υπόγειο του μουσείου τον κρατήρα του Δερβενίου, είχα την αίσθηση πως παρακολουθούσα κηδεία. Αφού βγάλαμε και ασφαλίσαμε και τα χρυσά από τις βιτρίνες, γύρισα σπίτι σούρουπο. Ο μπαμπάς μου είχε υποστεί, λόγω των γεγονότων, εγκεφαλικό επεισόδιο. Ευτυχώς ελαφρύ.
Μικρασιάτης ον, ένιωσε άλλη μια φορά προδομένος. Κουβαλούσε κι αυτός την ιστορία του. Για να μην υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό, πήγε να δουλέψει στο κάτεργο των ορυχείων μολύβδου στην Μπάλια, όπου για επτά μήνες τρεφόταν αποκλειστικά με φάβα.
Ύστερα από μια αιμόπτυση δραπέτευσε. Περπατούσε νύχτα και κοιμόταν τη μέρα, για να φτάσει έπειτα από πεζοπορία τεσσάρων ημερών στην πατρίδα του, την Πάνορμο. Εκεί τον συνέλαβε ένας ζαπτιές (αστυνομικός του οθωμανικού κράτους). Πριν τον παραδώσει, πήγε να ξυριστεί σε έναν Έλληνα κουρέα. Αυτός συμβούλεψε τον μπαμπά να φύγει μόλις βάλει τη σαπουνάδα του ζαπτιέ. Κρύφτηκε κι επέστρεψε στην Πόλη, στο επιπλάδικο που δούλευε.
Όταν οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, κατατάχτηκε ως εθελοντής. Στον στρατό σιχάθηκε τους αξιωματικούς που περιφρονούσαν τους Μικρασιάτες, τον πρίγκιπα που τους επιθεώρησε τρώγοντας το αυγό του, την μπαλαφαρία και τα μεγάλα λόγια. Υπηρέτησε στο Αφιόν Καραχισάρ και στην Κιουτάχεια, διάβηκε τον Σαγγάριο και την Πρωτοχρονιά του ’22 ήταν ήδη γέρος, όπως δείχνει μια φωτογραφία του.