Οταν ξεκίνησα να κινηματογραφώ την Επιστροφή του Ιβάν δεν είχα στο μυαλό μου να κάνω μια ταινία για τον πόλεμο. Αλλά για τη μνήμη, την ταυτότητα και τον χρόνο. Κατά κάποιον τρόπο ήθελα να ολοκληρώσω μέσα μου την τριλογία για την ποιητική των ερειπίων και των θραυσμάτων, μετά τα Ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ και τον Γάμο στο Αφρίν.
Πρωταγωνιστής εδώ, όπως και στις προηγούμενες δύο ταινίες, ο ρευστός χώρος. Το αλάτι της Αζοφικής έπεφτε για δεκαετίες στις ανοιχτές πληγές των ανθρώπων.
Από παιδί είχα πάθος με τον ρωσικό κινηματογράφο. Στα έντεκα χρόνια μου είπα στους γονείς μου ότι θα γίνω σκηνοθέτης επειδή έβλεπα μετά μανίας στην τότε ΕΡΤ ασπρόμαυρες ρωσικές ταινίες. Απαίτησα να μου πάρουν μια ιταλική μηχανή λήψης Super 8. Την αγόρασα μόνος μου από ένα κατάστημα στην Ομόνοια. Θυμάμαι πως μετά έχασα τον δρόμο. Μπέρδεψα τις αποβάθρες στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο και βρέθηκα στη Νέα Ιωνία αντί για τον Πειραιά.
Με την ίδια μηχανή γύρισα και ένα μέρος της Επιστροφής του Ιβάν στην Ουκρανία. Με την παιδική μου μηχανή, το μοτέρ της οποίας είχε να δουλέψει σχεδόν 43 χρόνια! Για να μην αποκολλάται ο μηχανισμός τροφοδοσίας, έβαλα μπόλικη ταινία, τόση που η μηχανή έμοιαζε με τραυματία πολέμου. Για να είμαι ειλικρινής, όταν ήμουν έντεκα χρονών δεν ήθελα να κάνω ντοκιμαντέρ αλλά ταινίες κινούμενων σχεδίων. Κάτι που τελικά έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτο όνειρο.
Όταν πια έγινα 18 χρόνων, ο πατέρας μου είχε ένα και μοναδικό όνειρο: να με στείλει να σπουδάσω στην τότε Σοβιετική Ένωση. Όχι κινηματογράφο αλλά ιατρική. Με έξοδα μάλιστα του ΚΚΕ. Ήταν μια διαδικασία που ακολουθούσαν πολλά κομμουνιστικά κόμματα σε διάφορες χώρες του κόσμου. Έστελναν νέους φοιτητές για να εντρυφήσουν στα άδυτα της σοβιετικής διανόησης.