Η Ίτσα του Σάσμα ήταν μια γυναίκα -εγώ την γνώρισα γριά- με ιδιαίτερη προσωπικότητα και ρόλο στην κοινότητα του χωριού μας, στο Ντένισκο. Αλλά και στο Μουσαλάρι, όπου ξεχείμαζε με την οικογένειά της. Ήταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα με το πρόσωπο καλυμμένο με μια μαύρη μαντήλα και καμπούρα. Ήταν κατά κανόνα συνοφρυωμένη, κακόκεφη και εμάς τα παιδιά μας μάλωνε με το παραμικρό.
Θυμάμαι μια φορά που είχαμε πειράξει για κάποιο λόγο τον Αποστολάκη, έναν μακρινό συγγενή της. Μας έβαλε στο κοντό με μια σκούπα σκούζοντας «ντουσιαμάνε, ντουσιαμάνε»! Μετά από κάποιες δεκαετίες έμαθα ότι αυτή η λέξη είναι τούρκικη και σημαίνει «εχθρός» (dushman). Ανάμεσα στους Βλάχους χρησιμοποιείται πολύ συχνά και με διαφορετικές σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο, περίπου όπως η λέξη «κερατάς».
Η γιαγιά η Ίτσα, λοιπόν, είχε πολλά χαρακτηριστικά μαγίστρας, καλής μάγισσας, παρότι σε μας τα παιδιά φάνταζε κάπως και την φοβόμασταν. Έτσι κι αλλιώς αυτού του είδους τα πρόσωπα παρουσιάζουν μια αμφισημία, γι’ αυτό είναι ιερά και επικίνδυνα μαζί. Οι μαγίστρες γενικά θεωρούνταν οριακές υπάρξεις, βγαίνανε σαν τέτοιες μόνον νύχτα και κατά κανόνα στην πανσέληνο.
Η εικόνα και αφήγηση με αυτές να κατεβάζουν το φεγγάρι σαν γελάδα και να το αρμέγουν κάτω από την πανσέληνο και σε οριακούς τόπους στις παρυφές του χωριού, στο Ντένισκο στη Μισουλάκια, ήταν κτήμα όλων των χωριανών και μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές. Το γάλα από την αρμεγή της σελήνης το χρησιμοποιούσαν σαν βασικό συστατικό στις συνταγές με τα μάγια που κάνανε.
Προσωπικά παρέστην αρκετές φορές μάρτυς άσκησης θεραπευτικών πρακτικών εκ μέρους της Ίτσας, με άριστα αποτελέσματα. Ιδιαίτερα σε κατάγματα είχε ειδικότητα. Έκανε έμπλαστρα από γιδόμαλο, αυγά και άλλα υλικά με τα οποία έδενε τα σπασμένα μέλη και γιατρεύονταν.