Στο Κυπριακό δεν επιστρατεύτηκα για την πρώτη γραμμή. Είχα λευκό απολυτήριο, που σημαίνει ότι έμενα στα μετόπισθεν. Ως δάσκαλος και έφεδρος επίστρατος αξιωματικός ανέλαβα υπεύθυνος της ομάδας εθνοφυλάκων εδώ στην Τέλεντο. Μέσα σε μια μέρα έγινα ξανά έμπιστος πατριώτης.
Ο ίδιος διοικητής, ο οποίος παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’74 απειλούσε ότι θα με συντρίψει επειδή επέτρεψα να γίνουν στο σχολείο οι αρχαιρεσίες για τον σύλλογο γονέων, με κάλεσε να μου αναθέσει τη διοίκηση της ομάδας εθνοφυλάκων… Εμένα κι άλλους φυσικά – ο ίδιος ήταν έντρομος.
Την πρώτη εβδομάδα ήδη εντοπίσαμε έναν τουρίστα, κάπως μυστήριο, η εμφάνισή του δεν είχε σχέση με τους λιγοστούς Ευρωπαίους που είχαν ξεμείνει στο νησάκι μετά τα γεγονότα. Αυτός είχε εμφανιστεί μες στις μέρες του χαμού. Το θεώρησα ύποπτο.
Δικαιοδοσία να τον συλλάβω εγώ δεν είχα, ήμουν πολιτοφύλακας. Τον παρακολουθήσαμε περίπου δυο μέρες προτού ενημερώσω το αστυνομικό τμήμα. Όταν ήρθαν και τον ανέκριναν, διαπιστώθηκε πως είχε τουρκική ταυτότητα, ήταν κάτοικος Κωνσταντινούπολης και ισχυριζόταν ότι έκανε τις διακοπές του και πως δεν γνώριζε ότι βρισκόμασταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Φυσικά τον συνέλαβαν και το έστειλαν στην Αθήνα. Αργότερα μάθαμε πως απελάθηκε ως κατάσκοπος.
Να ήταν μόνο αυτό! Μες στην ένταση και την τραγικότητα των ημερών ένα πράγμα σκεφτόμουν συνεχώς. Αν γινόταν κάποια απόβαση στα δικά μας εδώ νησιά, Κάλυμνο, Λέρο, Κω, ήμασταν χαμένοι. Όπλα δεν υπήρχαν –για την Κω ήταν κοινό μυστικό ανάμεσα στους επίστρατους ότι άνοιγαν τις κούτες με τα πυρομαχικά κι έβρισκαν πέτρες–, όσα υπήρχαν ήταν παλιά και το κυριότερο ο κόσμος ήταν τρομαγμένος χωρίς αξιόμαχο ηθικό, στο έλεος της παραπληροφόρησης της χούντας από καιρό και χωρίς σαφή εικόνα τι γινόταν τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης.
Όλοι καταλαβαίναμε ότι η επιστράτευση είχε γίνει για λόγους πολιτικούς και όχι ουσιαστικούς. Το ενδεχόμενο ενός νέου εμφυλίου ήταν ανοιχτό, μιας και πολλοί αξιωματικοί ήταν φιλοχουντικοί.