Ενα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια όταν ήμασταν μικρά ήταν το φυσοκάλαμο. Το φτιάχναμε από ένα κομμάτι καλάμι και για σφαίρες χρησιμοποιούσαμε κάτι μικρούς, σχετικά σκληρούς καρπούς, σαν μπιλάκια, που έβγαζε ένα δέντρο της γειτονιάς – δεν ξέρω πώς λέγεται.
Μια μέρα –θα ’μουνα γύρω στα οχτώ με εννιά– ήμασταν με τον ξάδελφό μου τον Χρήστο στο μπαλκόνι του σπιτιού μας στην οδό Δοϊράνης, στη Θεσσαλονίκη, «οπλισμένοι» με τα φυσοκάλαμά μας. Παραμονεύαμε τους περαστικούς, τους «πυροβολούσαμε» και γελούσαμε με τις αντιδράσεις τους όταν τους πετυχαίναμε.
Κάποια στιγμή εμφανίζεται και ένας Γερμανός αξιωματικός, αγκαζέ με μια Ελληνίδα, που έμενε λίγο πιο πάνω. Αργότερα κυκλοφόρησε ότι την παντρεύτηκε και την πήρε μαζί του στη Γερμανία, όταν το 1944 έληξε η Κατοχή. Ο ξάδελφός μου, που ήταν και λιγάκι άμυαλος, δεν με άκουσε που του είπα «μη, Χρήστο, είναι Γερμανός» και «πυροβόλησε». Πέτυχε την κυρία που έβγαλε ένα «αχ».
Ο Γερμανός αξιωματικός θύμωσε πολύ. Ήρθε τσαντισμένος προς το σπίτι μας και άρχισε να φωνάζει. Η καημένη η Ελληνίδα τον τραβούσε προσπαθώντας να τον καλμάρει και να φύγουν. Δεν ήθελε να δώσουν συνέχεια στο επεισόδιο, για να μας προστατεύσει. Τελικά τα κατάφερε να τον τραβήξει και φύγανε.
Είχαν δίκιο λοιπόν οι μεγάλοι που μας λέγανε πως οι Γερμανοί είναι κακοί και πως θα έπρεπε να είμαστε πολύ φρόνιμοι όταν τους συναντάμε ή, ακόμη καλύτερα, να τους αποφεύγουμε εντελώς.
Μια άλλη φορά όμως συνέβη κάτι που με γέμισε αμφιβολίες. Περπατούσα στον δρόμο ανέμελα, μια που τότε δεν κυκλοφορούσαν σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα – μόνο πολύ σπάνια περνούσε κανένα του γερμανικού στρατού. Καθώς περπατούσα λοιπόν ακούω ένα απότομο φρενάρισμα πίσω μου. Τρόμαξα και έτρεξα στο πεζοδρόμιο. Το αυτοκίνητο, ένα μικρό γερμανικό με αξιωματικούς μέσα, έβαλε μπρος και έφυγε.
Τότε σκέφτηκα πως οι Γερμανοί ίσως δεν είναι τόσο κακοί όσο λένε, αλλιώς θα με πατούσε.