Γνώρισα την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη όταν ήμουν μαθήτρια στο γυμνάσιο, από μια φίλη της αδελφής μου.
Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στο σπίτι της. Ήταν ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, ενώ στο δικό μας ακόμη υπήρχαν ελάχιστα. Η Μάρω έγραφε και η ίδια. Ποίηση κυρίως. Είχε μεγάλα μπλε τετράδια και με τα ωραία της γράμματα γέμιζε σελίδες και σελίδες και με άφηνε να τα διαβάζω. Η βιβλιοθήκη της ήταν μόνιμα ανακατεμένη, σκονισμένη και φορτωμένη όλη τη μαγεία του κόσμου.
Όσο τα κορίτσια μιλούσαν κι έλεγαν τα γνωστά κοριτσίστικα, κυρίως γκομενικά –το ένα αυτί το είχα στις κουβέντες τους–, η προσοχή μου ήταν στραμμένη στη βιβλιοθήκη. Εκεί βρήκα τα ποιήματά του. Εκεί διάβασα τη λέξη «σύντροφος», απόρησα με τον Λαυρέντη, διέκρινα πολλή μελαγχολία και μια αίσθηση ήττας. Φυλακίσεις, εξορίες, προδοσίες. Στα 80s ακόμη αυτά ασκούσαν μεγάλη γοητεία στις εφηβικές φαντασιώσεις μας.
Τα ποιήματα της Μάρως έμοιαζαν με αυτά του Αναγνωστάκη. Την ομοιότητα την κατανόησα καλύτερα όταν έμαθα για τον αδελφό και τον πατέρα της.
Η Μάρω δεν γνώρισε τον μπαμπά της γιατί ήταν μόνιμα στο μάτι του κυκλώνα: διώξεις, φυλακίσεις, τα σχετικά με εκείνα τα δύσκολα χρόνια που η δική μας γενιά τα πρόλαβε σχεδόν στο φευγιό τους. Ο αδελφός της, αντάξιος γιος του πατέρα του, πολύ μεγαλύτερος από όλες μας, μπαινόβγαινε στην ασφάλεια. Κουβαλούσε πάντα πάνω του τα ποιήματα του αγαπημένου τους ποιητή.
Τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη ήταν πάντα στο πρώτο ράφι, αριστερά στην μπαλκονόπορτα του μικρού δωματίου στο δυαράκι του πρώτου ορόφου, στην καρδιά του Παγκρατίου.
Η Μάρω έγραφε συνέχεια. Κι έγραφε σαν τον Αναγνωστάκη, δηλαδή έτσι φαινόταν σ’ εμένα. Όταν μια μέρα της το είπα, γέλασε και μου ανακάτεψε τα μαλλιά, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο. Προφανώς με θεωρούσε μικρή και αδαή για να εκφράσω τέτοια άποψη. Και προφανώς έτσι ήταν.