Ηταν τέλος Ιουνίου 1992 και έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Λονδίνο. Είχα μόλις τελειώσει τις εξετάσεις. Eίχα καημό να παρακολουθήσω το τουρνουά τένις του Γουίμπλεντον.
Μια ωραία πρωία αποφάσισα να πραγματοποιήσω τον φιλόδοξο στόχο μου. Με τη φίλη μου Ράνια, που δέχτηκε να με συνοδέψει, ξεκινήσαμε πρωί πρωί. Πήραμε το τρένο για το Γουίμπλεντον. Ένα καταπράσινο προάστιο κάμποσα χιλιόμετρα από το κέντρο του Λονδίνου.
Ήμασταν γεμάτες χαρά και ανυπομονησία, ενόψει μιας ανέμελης μέρας και μιας διαφορετικής εμπειρίας. Κατεβήκαμε με πλήθος άλλων συνεπιβατών και πήραμε τον δρόμο για τα γήπεδα. Με τη φαντασία μας είχαμε ήδη εκτοξευθεί εντός των γηπέδων με το γρασίδι. Αλλά στην πραγματικότητα βρεθήκαμε στο βάθος μιας τεράστιας, ατελείωτης και χωρίς ορατή διέξοδο ουράς ανθρώπων που δεν επέτρεπε καν οπτική επαφή με τον χώρο.
Θα έλεγα ότι είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους τα σύννεφα της απογοήτευσης. Αν και η λέξη «σύννεφα» ήταν τελείως αταίριαστη με την κατάσταση. Ένας λαμπρότατος, ανελέητος ήλιος κατακυρίευε τον ουρανό της πόλης.
Επρόκειτο πραγματικά για καύσωνα, αφού οι 28 βαθμοί υπό σκιά ήταν για το Λονδίνο μια ακραία συνθήκη ζέστης. Πραγματικά αφόρητη.
Προμηθευτήκαμε αμέσως καπέλα από ένα από τα μαγαζιά που συναντούσαμε κατά μήκος της ουράς. Εννοείται ότι πήραμε νερά και τροφή για τις επόμενες ώρες. Δεν θυμάμαι καν να ταλαντευτήκαμε έστω και για λίγο σχετικά με το αν έπρεπε να φύγουμε. Άλλωστε κανείς άλλος δεν αποχωρούσε. Η απόφαση ήταν δεδομένη.
Τα πράγματα ωστόσο δυσκόλευαν ολοένα. Η κατάσταση γινόταν ανυπόφορη από την ορθοστασία και τη ζέστη. Η ηλίαση ήταν ένας ορατός κίνδυνος. Ασφαλώς πιο ορατός από την κορυφή της ουράς και την πιθανότητα να μπούμε στα γήπεδα. Μέχρι σήμερα πιστεύω ότι δεν γλύτωσα από την προσβολή της, καθώς κατακλυζόμουν από διάφορα άγνωστά μου συμπτώματα.