Με τον Παντελή των Κόρε. Ύδρο. μιλήσαμε πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2009. Του έκανα μια μικρή συνέντευξη, τηλεφωνική. Ακούγοντας τη φωνή μου και τις ερωτήσεις, νόμιζε ότι ήμουν 50 χρόνων (ήμουν 22). Θυμάμαι, του είχα αναφέρει ότι η δισκογραφική δεν μου έστειλε ποτέ το άλμπουμ για το οποίο κάναμε συνέντευξη. Με το που κλείσαμε, πήρε τηλέφωνο και τους είπε «παρακαλώ στείλτε στον κύριο Κριτζά ένα cd».
Γνωριστήκαμε από κοντά κάνα χρόνο μετά, σε ένα τουριστικό καφέ στην Πλάκα. Μαζί μας ήταν ο Κωσταντίνος Αμύγδαλος και ο Γιώργος Αρβανιτάκης. Οι εφηβικοί του φίλοι.
Ανεμιστήρες μας δρόσιζαν με μικροσκοπικές σταγόνες, την ώρα που ο Παντελής ξεστόμιζε βαρύγδουπα λόγια, του τύπου «εγώ ως τώρα ζούσα μόνο για να γράφω». Μετά το γυρνούσε στην πλάκα. Οι φίλοι του κάθε τόσο έχαναν το ενδιαφέρον για τη συζήτηση, σαν παιδιά που βαριόντουσαν και ήθελαν το παιχνίδι τους.
Από τότε είμαστε φίλοι. Θυμάμαι τη νύχτα που μου έδωσε σπιρουλίνα, τα γέλια, τις ατέλειωτες συζητήσεις για ζητήματα καρδιάς και για μουσική, τα βράδια που του τηλεφωνούσα από τη σκοπιά, την περίοδο που τον φιλοξενούσα και ξέχασε την τοστιέρα ανοιχτή όλη νύχτα.
Θυμάμαι επίσης την έξοδό του από το μπάνιο με τυλιγμένη πετσέτα μπροστά στην κοπέλα μου, τον ναρκισσισμό του, την αναστάτωση που έφερνε πάντα.
Υπάρχει ένα πανκ στοιχείο μέσα του. Σαν να θέλει να προκαλεί μπελάδες. Υπάρχει επίσης ένας μεγάλος όγκος αγάπης, την οποία αισθάνομαι ότι αδυνατεί να εκφράσει στην καθημερινή συναναστροφή, επιλέγοντας αντ’ αυτού τον δρόμο της τέχνης. Του είναι πιο δύσκολο να πει «σ’ αγαπώ» στην αδελφή του, από το να ξεγυμνωθεί σε ένα τραγούδι. Νομίζω, οι στίχοι των Κόρε. Ύδρο. μίλησαν σε τόσους ανθρώπους και μιλάνε ακόμη γιατί εμπεριέχουν αυτή την αγάπη. Την αγάπη δηλαδή που δεν έχει άλλον τρόπο να εκφραστεί.