Ήταν μια από αυτές τις Κυριακές που το μουσείο προσέφερε στους επισκέπτες του δωρεάν περιήγηση στη μόνιμη έκθεσή του. Ο ήλιος ήταν λαμπρός, αν και χειμωνιάτικος, και η μέρα ιδανική για βόλτα.
Λίγο πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι είχε ήδη μαζευτεί μια ομάδα τριάντα περίπου ατόμων που αποτελούνταν από συνταξιούχους, παλιούς εκπαιδευτικούς που έρχονταν συχνά στις εκδηλώσεις του μουσείου, κάποιες κυρίες που συνέχισαν τη βόλτα τους μετά την εκκλησία, μερικούς φοιτητές αρχαιολογίας, διάφορες παρέες και κάποιους γονείς με τα παιδιά τους.
Περίπου δύο ώρες μας πήρε για την περιήγησή μας, για να δούμε τα σημαντικότερα εκθέματα, να φωτίσουμε πτυχές του βίου των ανθρώπων της εποχής και να μιλήσουμε για την Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της.
Τέλειωσε η ξενάγηση και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζει. Κάποιοι με ευχαρίστησαν, κάποιοι μου συστήθηκαν, μου έκαναν ερωτήσεις για το Βυζάντιο, ενώ άλλοι έφυγαν βιαστικά. Έφυγα κι εγώ. Να μην αργήσω για το κυριακάτικο τραπέζι.
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν και οι μήνες, πλησίαζε το Πάσχα. Βρέθηκα Σάββατο, με τον άντρα μου και τις κόρες μου, σε ένα μεγάλο σουπερμάρκετ λίγο έξω από την πόλη να σέρνουμε ένα φορτωμένο καρότσι. Τα κορίτσια ήταν μικρά. Η μικρή ήταν ανεβασμένη στο καρότσι και η μεγάλη το έσερνε μπροστά από τον μπαμπά της.
Ξάφνου βλέπω ένα άγνωστο κοριτσάκι να αφήνει το χέρι της μαμάς του και να τρέχει καταπάνω μου. Μελαχρινό, με μεγάλα καστανά μάτια και καρέ μαλλιά. Φορούσε τζιν παντελόνι, ροζ μπουφάν και κόκκινη στέκα με φιόγκο.
«Μαμά, μαμά, η ξεναγήστρα!» φώναξε το κοριτσάκι. Ήρθε, με κοίταξε στα μάτια και με αγκάλιασε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της μάνας της και των κοριτσιών μου που δεν το γνώριζαν. Ούτε φίλη ήταν ούτε συμμαθήτρια ούτε γειτονάκι… Της χάιδεψα τα μαλλιά και χαμογέλασα, μάλλον αμήχανα.
«Ήσουν στην ξενάγηση;» τη ρώτησα. «Ναι». «Σου άρεσε το μουσείο;». «Πολύ», και με έσφιξε ξανά.