Ηξερα τον Θανάση Παπαζώτο από πάντα. Όπως ξέρεις τους γονείς σου, τον παππού και τη γιαγιά, τον θείο, την ξαδέλφη σου. Από πάντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Με ένα στενό τζιν παντελόνι και ένα φαρδύ άσπρο πουκάμισο με τσέπες. Βλέμμα γαλάζιο, καθαρό και ζεστό, χαμόγελο πλατύ, γελούσε δυνατά, λέγοντας «τςςς» και κάπνιζε. Πολύ.
Αγαπούσε τα αρχαία. Επίσης πολύ. Όταν μιλούσε γι’ αυτά το βλέμμα του φωτιζόταν. «Δες δες» έλεγε, «τα τείχη. Αγέρωχα μέχρι και σήμερα». Τα κοιτούσε και χανόταν. Ονειροπολούσε. Ύστερα τα άγγιζε. Σχεδόν τρυφερά. Αέρινα. Όπως αγγίζεις το κεφαλάκι ενός μωρού.
Μια φορά με τον Θανάση και τη μαμά μου, κάποια Κυριακή –πρέπει να ήμουν πέντε χρόνων–, περπατήσαμε όλη την περίμετρο των τειχών της Θεσσαλονίκης. Όταν περάσαμε από το σημείο που οι ζηλωτές έριξαν τον Απόκαυκο από τα τείχη, μου το διηγήθηκε κινηματογραφικά.
Στον πύργο του Τριγωνίου μου έδειξε τη ζεματίστρα. «Και ρίχνουν το καυτό λάδι και τςςς καίνε τους εχθρούς» συνέχισε θεατρικά. Ήταν τόσο ζωντανή η διήγηση που το είδα μπροστά μου να συμβαίνει.
Μπήκαμε και στο αρμενικό νεκροταφείο, για να δούμε την επιγραφή του Ορμίσδα. Τότε μόνο από εκεί ήταν ορατή. Καθίσαμε αρκετή ώρα. Ο φύλακας μας κοιτούσε περίεργα. Είχαν δει πολλά τα μάτια του.
Μια άλλη φορά πήγαμε στην οδό Μπαλταδώρου και μπήκαμε στον ακάλυπτο και στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας για να δούμε τα απομεινάρια του ναού του Σεργίου Πραγματευτού του 4ου-5ου αι., γνωστού στην έρευνα από τα τέλη του 19ου αι., θαμμένου όμως κάτω από μια πολυκατοικία που χτίστηκε επί χούντας. Η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Παρά ταύτα ο Θανάσης κατέβηκε και προσέγγισε κάπως το ψηφιδωτό, το οποίο διάβασε με το φως του αναπτήρα του. Αναδύθηκε από το υπόγειο. Ήταν τόσο χαρούμενος…
Σε ένα συνέδριο στην Κομοτηνή ήρθε με την Ιόλη. Φορούσε άσπρα με ασορτί κορδέλα στα σγουρά της μαλλιά. «Είναι ιστορικός» μας είπε, «και Πολίτισσα».