1970 Δυτικό Βερολίνο. Μια πόλη χωρισμένη στα δύο, ζωές χωρισμένες στα δύο, οικογένειες χωρισμένες στα δύο. Μόνο οι ξένοι υπήκοοι επιτρεπόταν να επισκέπτονται και τους δυο τομείς της πόλης.
Ήμασταν μια μικρή ομάδα, ενθουσιώδης, με ιδανικά για δικαιοσύνη, ισότητα και κατά της αδικίας και της εκμετάλλευσης του «τρίτου κόσμου».
Δυο Γερμανοί: ο Ντέτλεφ, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο που παρέδιδε μαθήματα για τον αραβικό χώρο. Και ο Γκερντ, ένας σιωπηλός γίγαντας, πρώην μέλος της Λεγεώνας των Ξένων, χρήσιμος σε κάποιο κακό συναπάντημα.
Ο Άλι από την Αίγυπτο, γιος πρέσβη, αντίθετος με το καθεστώς στη χώρα του. Ο Χουσεΐν και ο Χασάν, τα δυο αδέλφια από το Ιράκ, καταζητούμενοι από το Μπάαθ, ο Ντζαμέλ από την Αλγερία, με νεκρούς στη μάχη κατά των αποικιοκρατών στο Αλγέρι.
Δυο Παλαιστίνιοι, σιωπηλοί και μελαγχολικοί, απάτριδες, με διαβατήρια του ΟΗΕ. Φυγάδες, με τις αναμνήσεις τους και μια βαλίτσα με ό,τι είχαν περισώσει από την κατεστραμμένη και σκλαβωμένη πατρίδα τους.
Με θυσίες και αιματηρές οικονομίες είχα στήσει ένα απλό αλλά λειτουργικό φωτογραφικό ατελιέ και ένα σκοτεινό θάλαμο. Με πρωτόγονα μέσα χωρίς τεχνικές ευκολίες, όμως καλό για τις ανάγκες μας και με δυνατότητα αναπαραγωγής φωτογραφιών και εντύπων.
Σκοπός της μικρής και δυναμικής μας ομάδας ήταν να γνωστοποιήσουμε στο γερμανικό κοινό τον εμφύλιο πόλεμο στο Ντοφάρ που δεν ανέφεραν τα μέσα ενημέρωσης της Δύσης.
Τα τελευταία χρόνια γίνονταν ανταρσίες στο Ομάν, σε μια χώρα που μαστιζόταν από επιδημίες, αναλφαβητισμό και φτώχεια. Το 1970 ο σουλτάνος Καμπούς, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει την επανάσταση, συνέχισε τον πόλεμο με την υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου, του Ιράν και της Ιορδανίας. Οι επαναστάτες περιορίστηκαν στο Ντοφάρ, μια μικρή δύσβατη, ορεινή περιοχή, στα σύνορα με την Υεμένη, που ήταν φιλική με τους επαναστάτες.