Πλέον, ύστερα από κάποιον αριθμό παραστάσεων, καταλαβαίνω τι είναι για μένα η Εφημερία. Ένα μικρό υπόλοιπο που χρόνια σαν να χρώσταγα. Ένα σημείο που μπόρεσα να επισκεφτώ ξανά –και όχι μόνη πια– για να το ακουμπήσω.
Μιλάω για ένα τροχαίο ατύχημα στα 25 μου. Ήταν αυτό που με έστειλε σε μακροχρόνια νοσοκομειακή περιοδεία με πολλαπλά κατάγματα. Ήταν αυτό που μου επέβαλε μια πρώτη παύση στη φόρα μου, εκκωφαντική.
Για χρόνια δυσκολευόμουν να θυμάμαι εκείνη την περίοδο. Υπήρχε μια έντονη σωματική δυσφορία που επανερχόταν αυτόματα και ήθελα να τη διώχνω.
Δεν ξέρω πώς έγινε και ξαφνικά μεταλλάχτηκε αυτή η δυσφορία σε ενθουσιασμό; Αυτό συνέβη όταν με τη Δήμητρα είχαμε την ιδέα –γύρω στα 50 μου πια– να κάνουμε μια κουκλοθεατρική παράσταση. Θέμα της το νοσοκομείο.
Αρχίσαμε να γράφουμε τις πρώτες σκέψεις. Ένιωσα τρομερή χαρά που είχα τόσο μαζεμένο υλικό από τότε, υλικό έτοιμο να χρησιμοποιηθεί.
Η πρώτη εικόνα που φανταστήκαμε για την παράσταση ήταν μια σειρά από κούκλες-ασθενείς στα κρεβατάκια τους. Όπως και μια σειρά από κουκλοπαίκτριες καθισμένες δίπλα τους. Ακριβώς όπως συμβαίνει σε έναν νοσοκομειακό θάλαμο με τους συνοδούς δίπλα σε κάθε κρεβάτι.
Θα εμψυχώναμε τις κούκλες μέσα από ρόλους φροντιστών. Σαν να θέλαμε να τις βοηθήσουμε να κάνουν την κάθε τους κίνηση, ανήμπορες εκείνες ως ασθενείς στο νοσοκομειακό κρεβάτι.
Έτσι δημιουργήθηκε ο χώρος για να προστεθούν τα στοιχεία που κάνουν την παραμονή στο νοσοκομείο τόσο ιδιαίτερη και τόσο αναγνωρίσιμη σε κάθε περιστατικό. Και αυτοί οι τέσσερις μικροί ασθενείς θα έπαιρναν πάνω τους τις ιστορίες που κουβαλούσαμε.
Κάποιες ιστορίες ήταν εντελώς έτοιμες. Κάποιες με μεγάλα κενά. Κενά που σύντομα θα συμπληρωνόντουσαν, όταν ακόμη δύο κουκλοπαίκτριες, η Εύα και η Μπέττυ, θα έμπαιναν στην ομάδα. Με τον ιδιαίτερο τρόπο της η καθεμία και με πολλές ιδέες για να πραγματοποιηθεί αυτό το σχέδιο.