Οταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, το 1993, χρειάστηκα για την εγγραφή μου ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Πήγα λοιπόν με την ταυτότητά μου στο δημοτολόγιο για να αιτηθώ την έκδοση του πιστοποιητικού. Τότε οι υπηρεσίες του δημοτολογίου στεγάζονταν σε έναν όροφο μιας πολυκατοικίας στην οδό Μητροπόλεως, λίγο δυτικότερα από την οδό Αγίας Σοφίας.
Μπαίνω μέσα αρκετά ψαρωμένη. Δεν είχα και πολλά πάρε δώσε έως τότε με δημόσιες ή δημοτικές υπηρεσίες. Έκανα την αίτηση και περίμενα λίγο για να τυπωθεί το πιστοποιητικό στον εκτυπωτή «ακίδα», με τον χαρακτηριστικό ήχο. Μου το δίνει η υπάλληλος και μου λέει: «Θα πρέπει να πάτε στην προϊσταμένη για υπογραφή». Μου δείχνει ένα γυάλινο κουβούκλιο σε μια γωνιά του διαμερίσματος.
Το κουβούκλιο ήταν σχετικά μικρό. Ίσα χωρούσε το μεγάλο γραφείο της προϊσταμένης με τον υπολογιστή με την ογκώδη οθόνη, μια συρταριέρα και δυο καρέκλες «συνεργασίας». Περίμενα τη σειρά μου γιατί είχε κόσμο. Χτύπησα δειλά την πόρτα και πέρασα μέσα μόλις άκουσα «περάστε». Στάθηκα όρθια και περίμενα την υπογραφή.
Η προϊσταμένη ήταν μια αυστηρή κυρία με μαύρα μαλλιά χτενισμένα σε σφιχτό κότσο. Υπηρεσιακή και αγέλαστη. Φορούσε ένα σκουρόχρωμο ταγέρ με πουκάμισο από μέσα και έναν χρυσό σταυρό που τα κοσμηματοπωλεία της εποχής χαρακτήριζαν «βυζαντινό». Στο γραφείο, εκτός από το γκρι τηλέφωνο, τα χαρτιά και τα ντοσιέ, υπήρχαν επίσης ένα λευκό φλιτζάνι ελληνικού καφέ, ένα ποτήρι νερό και ένα μισοφαγωμένο αντίδωρο τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα.
Δίνω στην προϊσταμένη το έγγραφο. Βλέπει ότι δεν είναι απλό και το διαβάζει. Μάλιστα. Παιδί χωρισμένων γονιών. Ο μπαμπάς αναγνώρισε άλλο παιδί ενώ ήταν ακόμη παντρεμένος με τη μαμά μου. Οι γονείς μου ήταν πολλά χρόνια σε διάσταση αλλά δεν είχαν πάρει διαζύγιο. Μετά δεύτερος γάμος του μπαμπά. Όλα τα καλά…