Ημουν δεν ήμουν εννιά χρόνων και όπως και τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια βρισκόμουν στην αρχαία Πύδνα, στην Πιερία. Εκεί η μαμά μου, η Ευτέρπη Μαρκή, έσκαβε τα ερείπια της μεσοβυζαντινής επισκοπής.
Ευτυχώς είχε θάλασσα, αν και όχι πολύ καλή, και έκανα μπάνια. Είχα και καλή παρέα από περίπου συνομήλικα παιδιά από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, τα οποία παραθέριζαν στο μικρό ξενοδοχείο του Π. Μιάουρα, φύλακα αρχαιοτήτων στην περιοχή.
Ένα απόγευμα, εκεί που παίζαμε, ήρθε ένας κύριος, ψάχνοντας «την κυρία αρχαιολόγο». «Εγώ είμαι» είπε η μάνα μου, διακόπτοντας τον καφέ της με τις άλλες μαμάδες. «Γεια σας, ονομάζομαι Θανάσης» είπε ο κύριος, «και είμαι χασάπης. Στο χωριό μου, τη Μεγάλη Γέφυρα, έχουμε μια επιγραφή στην αγία τράπεζα της εκκλησίας μας. Αν θέλετε μπορώ να σας πάω να τη δείτε. Έχω μιλήσει με τον παπά, θα σας αφήσει να μπείτε στο ιερό». «Ευχαρίστως» είπε η μάνα μου, «μισό λεπτό να πάρω την τσάντα μου». Και συνέχισε: «Βαγγελίτσα, θες να ’ρθεις;».
«Γιατί όχι;» σκέφτηκα και την έπιασα από το χέρι.
Η μαμά μου άρπαξε την τεράστια τσάντα της με το δίμετρο, τον μεγεθυντικό φακό, το μαύρο σκληρόδετο ημερολόγιο ανασκαφής, το κρητικό μαχαίρι με τη μαντινάδα που το είχε «για να ξύνει τα χώματα» και τη Μινόλτα, δώρο της θείας μου της Κίας από τη Σουηδία.
Μπήκαμε στο αμάξι του κ. Θανάση και ξεκινήσαμε για τη Μεγάλη Γέφυρα, το βορειότερο χωριό του Νομού Πιερίας που παλιότερα λεγόταν Μυλοβός.
Στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη μας περίμενε ο παπα-Χαράλαμπος. Μπήκαμε ευλαβικά στο ιερό και ο παπα-Χαράλαμπος άρχισε να «ξεντύνει» την αγία τράπεζα με τη βοήθεια του κ. Θανάση.
Και τότε αποκαλύφτηκε μια μεγάλη λίθινη επιγραφή με ωραία κεφαλαία γράμματα. Δεν ήταν καθόλου φθαρμένη και η μάνα μου άρχισε να τη διαβάζει στίχο στίχο. Άρχισα κι εγώ να προσπαθώ, αλλά πού να καταλάβω τότε τα συμπιλήματα και τις συντμήσεις…