Διάβασα πρόσφατα πως μόνο ένα πουλί τα βάζει με τον αετό. Το κοράκι. Κάθεται στο σβέρκο του και τον τσιμπάει αλύπητα. Ο αετός όμως ανεβαίνει ψηλά, τόσο ψηλά που το κοράκι δεν αντέχει και σκάει. Αυτόματα ήρθε στον νου μου το ψηφιδωτό στη Μακρόνησο. ΑΕΤΟ. Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών.
Το ίδιο αυτόματα το μυαλό άρχισε να γυρίζει όπως ο δίσκος βινυλίου, ανασύροντας πολύτιμα σπαράγματα πληροφοριών από το χρηματοκιβώτιο της μνήμης.
Στα δεκαπέντε του ήταν Αετόπουλο. Περπατούσε χιλιόμετρα με το μήνυμα στο στόμα. Δήθεν κουβαλούσε με τον γάιδαρο στάρι, καπνό ή τυρί φρέσκο. Μετά βγήκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πολέμησε σε μάχες που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας.
Ύστερα ήρθε (;) η απελευθέρωση από τους ναζί και η χαρά πλημμύρισε τις καρδιές του κόσμου. Μα οι χαρές δεν κρατάνε πολύ.
Κάλεσαν την κλάση του για τον στρατό. Από το Λαύριο τους πέρασαν στη Μακρόνησο. Οι περισσότεροι γνωριζόντουσαν απ’ το βουνό. Ήξεραν τι ήταν εκεί. Ξερότοπος. Κι ωστόσο απορούσαν. Γιατί;
Μόνο το θυμάρι αρωμάτιζε τα σκοτεινά βράδια που ακούγονταν οιμωγές βασανισμένων και το μαστίγιο που έσκιζε τον αέρα. ΑΕΤΟ. Το καΐκι του Μπαϊρακτάρη που θέρισε από τη θάλασσα τους εξόριστους. Το κεφάλι του δασκάλου για παραδειγματισμό, απέναντί τους στην πρωινή προσευχή και κήρυγμα από τον «Άγιο Πρεβέζης». Όσοι υπέγραψαν και βασανίστηκαν διπλά. Πυροβολισμός τη νύχτα σ’ αυτόν που δεν λύγιζε.
– Πήρα στην πλάτη το Χαράλαμπο νύχτα και τον πήγα στην άλλη άκρη του νησιού στο γιατρό. Το τραύμα διαμπερές. «Και στις γυναίκες να πηγαίνετε αν μπορείτε» μας ψιθύριζαν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Πηγαίναμε κρυφά. Τους δίναμε πάνω από το σύρμα μια πλάκα σαπούνι, λίγο ψωμί. Τις καμαρώναμε, ολόρθες, λεβέντισσες.
Ο χρόνος είχε κολλήσει πάνω στα ματωμένα ρούχα, στο βλέμμα αυτών που τρελάθηκαν, στην παπαρούνα που πάτησε η αρβύλα για να μην υπάρχει ικμάδα άνοιξης.