Με τη Μαρία Καραγιώργη με έδενε μακροχρόνιος δεσμός. Στενή φίλη των γονιών μου, πέρασε μαζί τους δύσκολες ώρες. Με τη μάνα μου στην εξορία στη Χίο και στο Τρίκερι κι αργότερα στα μετεμφυλιακά χρόνια της φτώχειας και της ανεργίας ψάχνανε μαζί για δουλειά. Με τον πατέρα μου κάποιες πικρές ώρες της αυτοεξορίας του στο Παρίσι.
Ύστερα από 25 χρόνια στο Βερολίνο γύρισα στην Αθήνα και διάβασα το πρώτο βιβλίο της Μαρίας, το Μέχρι την απόδραση. Τα ανέμελα νεανικά της χρόνια στο Πήλιο, τις πρώτες εμπειρίες στις φυλακές Αβέρωφ και τις σκληρές συνθήκες της παρανομίας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Και μετά τι έγινε;
Ήθελα να μάθω τη συνέχεια και της εξηγούσα ότι όφειλε να την καταγράψει. Αφιέρωσα χρόνο για να την πείσω να συνεχίσει την καταγραφή. Μου απαντούσε ότι η συνέχεια ήταν πολύ δύσκολη, βαριά και πικρή, αλλά υπέροχη. Είχε και τις αμφιβολίες της. Πώς πάνε παρακάτω; Έχει το δικαίωμα; Γιατί αυτά που θα έγραφε θα πονούσαν πολύ.
Το καλοκαίρι του 1997 πήγα στο χωριό της, στις Μηλιές, και με το μαγνητόφωνο ανοιχτό της τα έβγαζα με το τσιγκέλι. Είπε πολλά, όμως μετά την απομαγνητοφώνηση δεν έμεινε ικανοποιημένη. Το κείμενο δεν είχε τη δύναμη, τον συγκλονισμό, την έξαρση της εποχής και των ανθρώπων της, των αγωνιστών της πρώτης γραμμής, του απλού κόσμου που πάλευε για ψωμί κι ελευθερία. Και η Μαρία απογοητευμένη τα παράτησε.
Πέρασαν τρία δύσκολα χρόνια από τότε. Έταξε να δώσει ζωή σε αυτό τον κόσμο. Όσο μπορεί και ως εκεί που φτάνει. Κι εγώ τη βοηθούσα, αλλά και την ενθάρρυνα. Η καταγραφή προχωρούσε αργά, βασανιστικά. Άλλα κομμάτια γράφτηκαν από την απομαγνητοφωνημένη αφήγηση, άλλα αυθόρμητα, όπως ξαναζωντάνευαν μέσα της.