Για τον παππού μου θα μιλήσω. Τον έλεγαν Λευτέρη Ζάννε και είχε το παρατσούκλι «Χαλβάς». Εκείνα τα χρόνια, ιδιαίτερα προπολεμικά, στη γειτονιά του Βροντάδου όλοι είχαν παρατσούκλια. Ο «Χαλβάς» λοιπόν ουδεμία σχέση είχε με αυτό που εννοούμε σήμερα. Αντίθετα ήταν ένας μεγαλόσωμος και με μεγάλη φυσική δύναμη άντρας. Δεν έβαζε νερό στο κρασί του για κανέναν λόγο.
Δούλευε στο λιμάνι ως λιμενεργάτης και αχθοφόρος. Προκειμένου να διατηρείται σε καλή φυσική κατάσταση είχε τοποθετήσει δύο τροχαλίες σε ένα μέρος του φτωχικού σπιτιού του και με σχοινιά ανεβοκατέβαζε κάθε πρωί τενεκέδες γεμάτους μάρμαρα και πέτρες. Παπούτσια φορούσε μόνο τις Κυριακές, όταν έβαζε τα «καλά» του για να πάει στη Βάρη και να πιει καφέ με τους φίλους του.
Τις υπόλοιπες ημέρες κυκλοφορούσε ξυπόλητος, διανύοντας ατελείωτα χιλιόμετρα. Τα πέλματά του ήταν τόσο σκληρά που συνέθλιβαν πέτρες, ξύλα, αγκάθια, ακόμη και γυαλιά.
Για να βοηθήσει την οικογένειά του, είχε μετατρέψει το ψάρεμα που ήταν το χόμπι του σε δεύτερο επάγγελμα. Μετά το μεροκάματο, ξυπόλητος πάντα, διέσχιζε δύσκολα μονοπάτια και κοφτερά βράχια προκειμένου να βρεθεί στην Απάνω Μεριά και να ψαρέψει. Ήταν τόσο δεινός ψαράς που του παράγγελναν κάθε μέρα είτε οι ευκατάστατοι συμπολίτες του είτε οι μαγαζάτορες του νησιού.
Την περίοδο της Κατοχής ο «Χαλβάς» φυλακίστηκε αρκετές φορές από τους Ιταλούς και γνώρισε την ανάλογη «περιποίηση» στα υπόγεια της καραμπινιερίας στο κτίριο που σήμερα στεγάζεται η Ιερά Μητρόπολη Σύρου. Έκοβε τις τρίχες από τις ουρές των αλόγων και των μουλαριών της κατοχικής δύναμης και στη συνέχεια τις έπλεκε ανά δέκα σε μορφή κοτσίδας. Ένωνε δεκάδες βοστρύχους και έφτιαχνε πετονιές πολλών οργιών (μονάδα μέτρησης βάθους).