Οταν στη γενική απεργία για τα δύο χρόνια από το έγκλημα των Τεμπών, στις 28.02.2025, ξεκίνησαν τα μπάχαλα, μετά τις ομιλίες, βρισκόμασταν στη γωνία της πλατείας Συντάγματος, απέναντι από τη Μεγάλη Βρετανία. Είχαμε την εμπειρία του τι θα επακολουθούσε σε λίγο. Καταλάβαμε πως η επέμβαση της αστυνομίας στο ειρηνικό πλήθος ήταν παραπάνω από σίγουρη.
Είχε προηγηθεί το ίδιο σκηνικό πριν από έναν μήνα περίπου στο συλλαλητήριο για τα Τέμπη. Έτσι αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε όσο το δυνατόν πιο οργανωμένα. Άλλοι προς Ομόνοια, άλλοι προς Ακρόπολη. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι κρότου λάμψης και τα δακρυγόνα της αστυνομίας προκαλούν πανικό. H έκφραση «χάνει η μάνα το παιδί» ταιριάζει απόλυτα.
Η ιστορική συμμετοχή ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στη συγκέντρωση για τα Τέμπη –που συνδυάστηκε με την προκήρυξη γενικής απεργίας στην οποία κινητοποιήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάποιοι για πρώτη φορά– ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε βάρβαρη αστυνομική επέμβαση. Ο πανικός ήταν το φυσικό επακόλουθο.
Το μετρό στο Σύνταγμα ήταν κλειστό. Βρεθήκαμε με την Αγγελική και τον Γεράσιμο πιασμένοι χέρι χέρι, προσπαθώντας να φύγουμε προς τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ωστόσο το συμπαγές ανθρώπινο τοίχος ήταν απροσπέλαστο. Μπροστά στη Βουλή το πρόβλημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, αφού κάποιοι προσπαθούσαν να φύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την Ομόνοια. Στην πίεση και στο φρακάρισμα λύθηκαν τα χέρια μας και καθώς τα κινητά δεν δουλεύανε, χαθήκαμε μεταξύ μας.
Ήταν τότε που ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει στην πλάτη και να φωνάζει «συγνώμη, ανοίξτε, παρακαλώ ανοίξτε». Γύρισα και με έκπληξη είδα έναν άνθρωπο καθισμένο σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Με το ένα χέρι κινούσε τη ρόδα και με το άλλο χτυπούσε τις πλάτες των μπροστινών του για να μπορέσει να περάσει.
Ήταν όμως αδύνατον μες στο ασφυκτικά πυκνό πλήθος που τον είχε εγκλωβίσει στη μέση της λεωφόρου Αμαλίας, στο ύψος του πάρκινγκ της Βουλής.