Ηταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Κι όμως όλα έμοιαζαν γκρίζα. Λες και μπροστά στα μάτια της Τιτίκας-Μαρίας είχε πέσει ένα διάφανο πέπλο.
Μετά τη νύχτα της εισβολής του τανκ και το αίμα, τις αλλεπάλληλες μετακινήσεις σε κρυψώνες –διάβαζε σπίτια «ουδέτερων» συγγενών και γνωστών–, με την καρδιά της να αιμορραγεί και να αισθάνεται την οργή να κυλάει στις φλέβες της, το πέπλο αυτό είχε εγκατασταθεί μόνιμα.
Σταμάτησε πια να κρύβεται. Και στο σπίτι της Αλίκης, που είχε αποφυλακιστεί πρόσφατα, όλα μοσχοβολούσαν: τα φύλλα, οι θάμνοι, η θάλασσα. Αλλά το πέπλο δεν έλεγε να φύγει.
Μιλούσε για τον εαυτό της λες και συνομιλούσε σε τρίτο πρόσωπο, σαν την πρωταγωνίστρια στο θεατρικό Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι του Τενεσί Ουίλιαμς (Tennessee Williams). Κι όταν το απόγευμα την πλησίασε ο Ηφαιστίωνας ένιωσε τα μηνίγγια της να χτυπούν και το στήθος της να πάλλεται. Μιλούσαν και χαμογελούσαν σαν να ήταν γνώριμοι από καιρό, σαν να είχαν χρόνια να ιδωθούν και ξαναβρέθηκαν.
Κι όμως λίγους μήνες είχαν να ιδωθούν, από τη νύχτα στο κτίριο Γκίνη. Και σε μια στιγμή το χέρι του άγγιξε το χέρι της. Τυχαία. Για λίγο το γκρίζο πέπλο χάθηκε και η Τιτίκα-Μαρία άρχισε εναγώνια να το αποζητά.
«Γιατί δεν τραυματίστηκα; Γιατί δεν σκοτώθηκα;..» ήταν τα ερωτήματα που την έκαιγαν. Τις τελευταίες ώρες πριν από την εισβολή τις είχε περάσει στο πρόχειρο «νοσοκομείο» που είχαν στήσει με τα τραυματισμένα παιδιά πάνω στα τραπέζια του σχεδιαστηρίου.
Πληγές και αίμα.