Τη δεκαετία του ’60 υπήρχαν πολλά άδεια διαμερίσματα στο Βερολίνο. Μετά το Τείχος πολλοί τρομοκρατημένοι Δυτικοβερολινέζοι μετακόμιζαν στη Δυτική Γερμανία. Βρήκαμε εύκολα αυτό που θέλαμε. Ένα φωτεινό διαμέρισμα με τρία μεγάλα δωμάτια, ευρύχωρη κουζίνα, μπαλκόνι, ανατολικά παράθυρα και κοντά σε στάση του μετρό.
Ήμασταν τρεις συγκάτοικοι. Ο Λουί γραφίστας, από τη Γαλλία, ο Γιούργκεν, βοηθός σκηνοθέτη από το Βερολίνο, κι εγώ που μόλις είχα τελειώσει τη σχολή και εργαζόμουν βοηθός μοντέρ σε στούντιο μεταγλωττισμού ξενόγλωσσων ταινιών. Υπήρχε και μια γάτα, μια μινιατούρα τίγρη. Την έφερε στο σπίτι –μικρή, πεινασμένη και παγωμένη– ο Γιούργκεν ύστερα από ένα νυχτερινό γύρισμα. Από τότε έγινε η αφέντρα του σπιτιού.
Από τις αποθήκες του Ερυθρού Σταυρού πήραμε δωρεάν μεταχειρισμένα έπιπλα σε παλιό στιλ. Ήταν η εποχή που όλοι άλλαζαν την επίπλωση του σπιτιού τους με μοντέρνα έπιπλα.
Εγκατασταθήκαμε στο καινούργιο μας σπίτι. Τόπος συγκέντρωσης ήταν η κουζίνα, τα πρωινά και τα βράδια, γιατί την ημέρα λείπαμε. Εκεί γίνονταν οι πολύωρες συζητήσεις για την πολιτική, τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τα κοινωνικά προβλήματα και τους εναλλακτικούς τρόπους συμβίωσης.
Αποκρούαμε την αντίληψη που θεωρούσε τον ιδιωτικό χώρο σαν καταφύγιο και απορρίπταμε την παραδοσιακή οικογένεια. Βλέπαμε ότι μες στο οικογενειακό περιβάλλον υπήρχε αφόρητη καταπίεση και γίνονταν καθημερινά αμέτρητοι εξαναγκασμοί με τραγικές συνέπειες για τα πιο αδύναμα μέλη.
Είχαμε βρει λύσεις και για τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ποιος θα ψωνίσει, ποιος θα μαγειρέψει, ποιος θα πάει στην τράπεζα. Υπήρχε ένα κοινό ταμείο στο οποίο όλοι συμμετείχαμε εξίσου. Κάθε Σάββατο πρωί γινόταν καθαριότητα και από τους τρεις μας.
Το Δυτικό Βερολίνο ήταν το καταφύγιο κάθε αριστερού νέου από τη Δυτική Γερμανία, αφού οι κάτοικοί του απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία, λόγω του ειδικού καθεστώτος που ίσχυε. Τότε υπήρχαν περίπου πενήντα κοινόβια που αποτέλεσαν έναν από τους πρώτους πυρήνες του κινήματος του Βερολίνου του ’68.