Βρισκόμαστε σε κάποιο χωριουδάκι της Θεσπρωτίας, στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ. Κεντρικό πρόσωπο ο καφετζής του χωριού. Μάλλον ο ένας από τους καφετζήδες. Βλέπετε, το χωριό μπορεί να μην είχε πολλούς κατοίκους, όμως τα τρία του καφενεία τα είχε.
Ο Γιάννης λοιπόν –ας τον ονομάσουμε έτσι– δεν είναι ένας συνηθισμένος καφετζής. Δεν περιμένει να πλουτίσει από το κατάστημά του. Θέλει να βγάζει τα προς το ζην, αλλά κυρίως να περνάει καλά. Αν έκανες το λάθος να πας στην πλατεία Κυριακή πρωί με όχημα, θα έβλεπες το μαγαζί κλειστό και τον Γιάννη στημένο στην είσοδο.
«Γιάννη δεν θα πιούμε καφέ σήμερα;». «Ω καμάρι (συνήθης προσφώνηση της περιοχής), Κυριακή είναι. Εδώ θα κάτσουμε; Πάμε στο διπλανό χωριό που έχει καφετέρια να πιούμε τον ολέ μας». Πολύ του άρεσε ο «ολέ», κοινώς νες καφέ με γάλα.
Πριν προλάβεις να απαντήσεις είχε ήδη επιβιβαστεί. Εκτός από τον «ολέ», ο Γιάννης είχε πάθος και με τα χαρτιά. Ποτέ μην έδινες παραγγελία τη στιγμή που έπαιζε. «Γιάννη, θα μου κάνεις ένα καφέ;». Αν έχανε: «Γυναίκα (ή μάνα, ανάλογα) δεν έχεις στο σπίτι να σου κάνει;». Αν πάλι κέρδιζε: «Ω φούλη (άλλη συνήθης προσφώνηση), εκεί είναι οι καφέδες. Κάνε δικό σου, φέρε και σ’ εμένα».
Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Οι μερακλήδες του χωριού, αλλά και των διπλανών χωριών, ήδη έχουν αρχίσει να τιμούν τον ερχομό του νέου έτους με το «έθιμο» της χαρτοπαιξίας. Για το καλό του νέου χρόνου, βρε αδελφέ. Κι αν γι’ αυτό το καλό ασκούνταν έναν μήνα πριν, τι πειράζει; Μπορεί το καλό να γίνει καλύτερο.
Βέβαια τα μέρη φτωχά και πολλά λεφτά δεν υπάρχουν, όμως για τους «ασθενείς» της χαρτοπαιξίας όλο και κάτι θα βρεθεί να χάσουν. Θεωρητικά σε τέτοιες περιπτώσεις ο μόνος κερδισμένος είναι ο καφετζής. Εκτός αν είναι και ο ίδιος παίκτης, οπότε…