Το κρύο επιμένει, δίχως όμως να με διαπερνάει πια. Η μηχανή, στην ευθεία, είναι ακτινωτό λουκούμι. Όλα μοιάζουν σε απόλυτη συμφωνία με τη γεωμετρική μου διάθεση. Κάπου εντός μου παίζει η Reverie του Nτεμπισί. Αργή κλιμάκωση, γρήγορος τονισμός, ανάβαση, πτώση στις χαμηλές στροφές, φινάλε. Από τη γαλήνη, την άσφαλτο τη σφάζεις με μαχαίρι, σαν φέτα ψωμί. Ξεκαβαλάω στη μέση του δρόμου και κόβω ένα τετράγωνο αφράτης πίσσας.
Ανοίγω έτσι μια πόρτα στο έδαφος, για τους δυο μας. Φωνάζω το όνομά σου. Βλέπω τη μορφή σου. Μαύρα μαλλιά, τόσο γυαλιστερά, που συνορεύουν με το μπλε. Μάτια φιλήδονα, με λάμψεις, γεμάτα καλό. Στην αρχή δεν θες, μετά με ακολουθείς. Σου δίνω το χέρι μου και προχωράμε. Βγαίνουμε στο λιλιπούτειο μαγαζί, στη Σπετσών.
Ο dj του αδυνατεί να βρει το κομμάτι μας. Το ηλεκτρικό ποδήλατο σε περιμένει να το καβαλήσεις. Βάζεις τα πόδια στην αρχή διστακτικά, μετά δίνεις πίεση. Κουράζεσαι και ψευτοτραμαυτίζεσαι, με το πετάλ. Σου θυμίζω ότι θέλεις χατσαπούρι ζεστό, αλλά μηδενικό κλαρίνο στις ορχήστρες. Μου θυμίζεις ότι χρειάζομαι λαθραίο νες, σε αεροπορικές πτήσεις.
Στον τοίχο του μπαρ, η αφίσα απεικονίζει τον ματαδόρ καθώς απλώνει το κόκκινο πανί στο δεξί μάτι του ταύρου, λίγο πριν αυτός ακουμπήσει τα σωθικά του. Ποιος ξέρει την έκβαση αυτής της σύγκρουσης; Κανείς δεν την ξέρει, όπως κανείς ποτέ δεν ήξερε πως ο Ισλέρο στο ζενίθ της καριέρας του, όταν κάρφωνε με τρομερή δύναμη το κέρατό του στη μηριαία αρτηρία του θρυλικού ταυρομάχου Μανολέτε, θα έφτανε να ζυγίζει 450 κιλά. Τρεις φορές όσο ο Σον Κεμπ, στο ναδίρ της δικιάς του. Γενικώς, κάποια πράγματα, κανείς δεν τα ξέρει.