Τον Ιούνιο του 2003 το μετρό της Αθήνας λειτουργούσε ήδη τρία χρόνια αλλά εγώ είχα να πάω στην πρωτεύουσα περίπου μία δεκαετία.
Ένα πρωί κατέβηκα στο λιμάνι της Χίου με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό μου για να φωτογραφίσω ανυποψίαστος την ανατολή. Τότε είδα έναν γνωστό μου, τον Πάκη Α., μες στο ιστιοπλοϊκό του μαζί με άλλους δύο τύπους, να λύνουν κάβους και τους ρώτησα για πού σαλπάρουν. Μου λέει ο Πάκης: «Πάμε για Πειραιά. Έλα μέσα».
Σκέφτηκα ότι μου κάνει πλάκα και πήδηξα μες στο σκάφος. Σε λίγο βγαίναμε από το λιμάνι και τον άκουσα να λέει στον ασύρματο: «Λιμεναρχείο Χίου, το “Χαρικέιν” αποπλέει για Πειραιά». Αμέσως ήρθε η απάντηση της λιμενικού: «ΟΚ, καλό ταξίδι». Τότε συνειδητοποίησα ότι πράγματι φύγαμε για Πειραιά.
Το ταξίδι μας ήταν εφιαλτικό. Ξεκινήσαμε τέσσερα άτομα Τρίτη ξημέρωμα και φτάσαμε στο Μικρολίμανο τρία άτομα Πέμπτη απόγευμα. Ο ένας κατέβηκε στην Άνδρο, όπου πιάσαμε λιμάνι για να γλυτώσουμε από την κακοκαιρία το πρώτο βράδυ και πήρε το πλοίο της γραμμής για να συνεχίσει το ταξίδι ασφαλής.
Το δεύτερο βράδυ το περάσαμε στην Τζια. Φτάνοντας, ύστερα από χίλια μύρια κύματα στο Μικρολίμανο, κατέβηκα από το σκάφος και πήγα στο Φάληρο.
Πήρα το τρένο προς Καλλιθέα όπου έμενε ένας φίλος μου. Θα του ζητούσα να με φιλοξενήσει μια νύχτα, ώστε την επομένη να επιστρέψω στο νησί με το πλοίο της γραμμής. Το μπότζι του ταξιδιού το ένιωθα ακόμη, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μου μέχρι την Καλλιθέα.
Φτάνοντας εκεί σχεδόν νύχτα πια, διαπίστωσα ότι ο φίλος μου, που ήταν φοιτητής και μάχιμος σε αριστερά σχήματα, έφευγε με το νυχτερινό τρένο για Θεσσαλονίκη όπου θα λάβαινε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις. «Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σου» του λέω. Έκανα ένα βιαστικό μπάνιο και φύγαμε από το σπίτι.