Η οικογένεια της γιαγιάς μου ήταν μια μείξη λαϊκού και αστικού στοιχείου. Ο πατέρας της, ο προπαππούς μου, του οποίου πήρα το όνομα, ήταν ένας φτωχός ράφτης από το Γαλαξίδι. Η μητέρα της προσφύγισσα, Σμυρνιά, από εύπορη οικογένεια, που όμως δεν μπόρεσε να πάρει τίποτε μαζί της μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στα νεανικά της χρόνια η γιαγιά μου γνώρισε στο Παγκράτι μια γυναίκα που της εμφύσησε την αγάπη για τη μουσική. Ήταν από αστική οικογένεια της Αθήνας και προσπάθησε να της μάθει τον κόσμο της «καλής κοινωνίας». Τη μνημόνευε συχνά γιατί θεωρούσε πως χάρη σε εκείνη, τη Σοφία Κοφινιώτη, μπήκε στον κόσμο της μουσικής.
Για να μπορέσει να πληρώνει το ωδείο της, δούλευε παράλληλα σε ένα βιβλιοδετείο. Δυστυχώς δεν της τα έφερε η ζωή όπως ονειρεύτηκε, πάρα τους καλούς βαθμούς στο ωδείο. Έφτασε την ανωτέρα, όπως συχνά έλεγε, αλλά δεν την ολοκλήρωσε, καθώς έμεινε έγκυος.
Αφού ματαιώθηκε το όνειρό της να ολοκληρώσει τις σπουδές στο πιάνο, προετοίμασε λίγα παιδιά αφιλοκερδώς για να πάρουν το πολυπόθητο δίπλωμα που εκείνη δεν πήρε ποτέ. Παράλληλα, μη έχοντας καμιά βοήθεια από πουθενά, αναγκάστηκε να αφήσει τα δικά της μαθήματα πιάνου και να καθαρίζει σπίτια, να φροντίζει ηλικιωμένους κ.λπ.
Χρόνια μετά κάποια γειτόνισσα που τη νοιαζόταν της είπε: «Σοφάκι, στην ΕΡΤ ζητούν κόσμο. Θα πάρουν καθαρίστριες. Πήγαινε να κάνεις τα χαρτιά σου». Και πήγε. Ξεκίνησε να εργάζεται το 1970-1971 στην ΕΡΤ ως καθαρίστρια. Έβλεπε από κοντά όλο τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που τότε δεν ήταν καθόλου παλιός.
Την κάλεσαν μάλιστα στην εκπομπή 3 στον αέρα, αφιερώνοντάς της ένα 10λεπτο στο οποίο μίλησε για εκείνη, τα παιδιά και τα εγγόνια της και έπαιξε λίγο πιάνο.
Όταν ήμουν στην Α΄ δημοτικού της ανακοίνωσα πως δεν θα την πω ποτέ ξανά «γιαγιά» και θα την έλεγα «γιάγιου»! Και έτσι έγινε. Η γιάγιου λοιπόν έλεγε με απίθανο τρόπο ιστορίες.